United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστήτα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό.

Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα.... Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά.... Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.

Όσοι δε δεν είναι διωρισμένοι εις οχυρώματα, καθώς και όσοι πλεονάζουσιν εις αυτά, να ήναι έτοιμοι ν' ακολουθήσωσι τον αρχηγόν όταν τους προσκαλέση. Εις το πλησιέστερον του Παλαιοκάστρου Ελληνικόν οχύρωμα διέταξε να στηθή έν κανόνιον, διά να κανονοβολώσι τους εις τούτο εχθρούς, όχι διά να τους βλάπτωσιν, αλλά μόνον διά να τους απασχολώσι.

Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το γιούσουρι; — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο.

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Κ' εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι, εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο κ' έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ' αδύνατον εστάθηκε να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση την ψυχή.

Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξόνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους Ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως.

Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα και το σπίτι σου!... Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της, εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια, εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να ξεθυμάνη.

Ούτω κατώρθωσεν ώστε οι στρατιώται να τον φοβώνται περισσότερον παρά τον εχθρόν και να τον αγαπούν περισσότερον παρά την ιδίαν των ζωήν. Περιβαλλόμενος στολήν και διάγων δίαιταν απλού στρατιώτου, ελάλει προς όλους πατρικώς και διά των θερμών και διαπύρων λόγων του έφλεγε τα στήθη των μαχητών.