United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λησμονημένος Ήχος του φάνηκε τότε σα μια βάρβαρη έκφραση πεθαμένου κόσμου κι' ο λόγος σαν ένα πρωτόγονον όργανο μιας πεθαμένης κοινωνίας. Το πνεύμα του έκανε καινούργια φτερά μέσα στην απόλυτη σιωπή και το αίσθημά του έπαιρνε τώρα μιαν υπεράνθρωπη, ευγενική μορφή μέσα στο πλαστικό πανηγύρι. Η απόλυτη ευτυχία πλημμύρησε τα στήθη του.

Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους.

Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.

«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον• γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15 ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. αλλ' ίσιατον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου• ας μάθουμετα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος• ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20

Την έθαψε μεγαλόπρεπα, και σαν αποκαταστάθηκε κατόπι στη Νέα Πρωτεύουσα, έφερ' εκεί και το λείψανό της. Ας ακολουθήσουμε ως τόσο τον Κωσταντίνο στο μεγάλο ταξίδι του. Σιγανό και μετρημένο ταξίδι· και σκοπός του, να διαλεχτή και να στηθή η Νέα Ρώμη, η Χριστιανική του Πρωτεύουσα. Πράμα που πήγαινε να πη για τα κείνονε, μα και για τα μας, θάνατος ή ζωή, δόξα ή όλεθρος.

Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους. . . .» Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.

Είχεν, ως είπον ανωτέρω, εις την πόλιν των Βορυσθενειτών μεγάλην οικίαν και πολυτελή, περί την οποίαν είχον στηθή σφίγγες και γρύπες εκ λευκού λίθου. Εις ταύτην ο θεός έρριψε κεραυνόν. Και η μεν οικία κατεκάη όλη, ο δε Σκύθης ουχ ήττον εξηκολούθησε και ετελείωσε την τελετήν.

Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε χορός εμαίνετο. Τότε δε οι χορευταί εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν. Οι πασαλίδες ανεταράσσοντο εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά «στηθούρια».

Η θέρμη των πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου, λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον νέον αστέρα της Μαρίας.

Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστήτα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι' άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό.