United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος. Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του.

Αλλέως, φίλε μου, είμεθα αναγκασμένοι να υποχωρούμεν ευκόλως και να παραδεχώμεθα παράδοξα και γελοία πράγματα, καθώς θα έλεγε ο Πρωταγόρας και πας όστις προσπαθεί να ειπή τα ίδια με εκείνον. Θεαίτητος. Πώς δηλαδή και ποία είναι αυτά; Σωκράτης. Λάβε ένα μικρόν παράδειγμα και αμέσως θα τα εννοήσης όλα. Έχομεν καθ' υπόθεσιν έξ αστραγάλους.

Μου εφάνη ότι το δένδρονέσωζον καθ' ύπνον την έννοιαν του δένδρουμικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν.

Τόρα λοιπόν, καθώς είπα, εις καλήν ώραν ήλθες και διαφώτισέ με, σε παρακαλώ, τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, και προσπάθησε να μου δώσης όσον το δυνατόν ακριβή απάντησιν, μήπως πάλιν εντροπιασθώ και γελοιοποιηθώ διά δευτέραν φοράν. Διότι συ βέβαια το γνωρίζεις καθαρά, και θα είναι μικρόν μάθημα αυτό από τα πολλά που γνωρίζεις συ. Ιππίας.

Και όμωςένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χετου δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα.

Τωόντι δε ήτο πολύ συμπαθητικόν το μικρόν γουρουνόπουλον.

Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!

Απερίγραπτος υπήρξεν η χαρά του διότι εμάνθανε και ήκουεν ότι η «Φωνή» ου μόνον υπήρξε προσφιλής εις τους Ηπειρώτας αλλ' ότι και μετ' ευμενών κρίσεων εγένετο δεκτή και παρ' άλλοις. Εν Αθήναις τη 1 Δεκεμβρίου 1911. Γεώργ. Κ. Γάγαρης Καί τοι αγνοούντες οποίαν εντύπωσιν θέλει ποιήσει εις το κοινόν το μικρόν τούτο επύλλιόν μας, όμως τολμώμεν να παρουσιάσωμεν αυτό επί της σκηνής της δημοσιογραφίας.

Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην! — Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε; Και εγελούσαν. — Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσηςτο ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη. — Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι.

Φύσει ρωμαλέος και ευρύστερνος, είχεν ωραίους οφθαλμούς, τρίχας ξανθάς, το δέρμα λευκόν και έφερε μικρόν πώγωνα. Ωρκίζετο ότι έμελλε να αγωνισθή μετ' αυτών μέχρι θανάτου και να συμμερισθή τας τύχας των, φερόμενος προς αυτούς μέχρι τέλους ως πατήρ.