Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ναι, δεν βλέπω καλά από το πολύ το κλάμα.» Η Νοέμι όμως τους κοίταζε και τους δυο με κακία και έμοιαζε να διασκεδάζει με το θέαμα. «Ναι, Έστερ! Φοράς γυαλιά επειδή γέρασες πια.» «Κάθισε», είπε και σ΄ εκείνη, χτυπώντας το χέρι της επάνω στον πάγκο, και ο Έφις κάθισε πλάι στη γριά κυρά του πού έτρεμε ολόκληρη από την έκπληξη. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να πούνε.

Να το πούμε με δυο λόγια, γλώσσα στον κόσμο δεν υπάρχει που να μην είναι τεχνητή . Τεχνητή ως κ' η γλώσσα των παιδιώνε, σαν πρωτομαθαίνουνε να λένε ρ ή κ αντίς λ ή τ, που τους είναι πολύ πιο έφκολα. Για να πούνε ρ , χρειάζεται κόπος· σημαίνει λοιπόν πως δεν τους είναι φυσικό.

Καταλαβαίνω ότι κάποιος που ήξευρε ότι ο Χαρίνος είνε ζηλιάρης ηθέλησε μ' αυτόν τον τρόπον να του ανάψη τη ζήλια• και αυτός αμέσως εθύμωσε. Αλλ' έννοια σου και αν τον συναντήσω πουθενά θα του μιλήσω. Δεν ξέρει, βλέπεις, τον κόσμο, είνε παιδί ακόμη. ΜΕΛ. Πού να τον δης, πούνε κλεισμένος με την Σιμμίχην: Και όμως οι γονείς του έρχονται και μου τον ζητούν εμένα.

Δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος, Και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει! . . . 'Στά ξένα ποιος θα σε χαρή, και ποιος θα σου γελάση; Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάιδια του πατέρα; Πούνε τα γέλοια τ' αδερφού, κ' η συντροφιά του φίλου; Πούν' της αγάπης η ματιαίς και τα γλυκά τα λόγια; Αν αρρωστήσης, ποιος θαρθή 'ςτήν ξενητειά σιμά σου Να σε 'ρωτά τον πόνο σου τα γιατρικά να δίνη 'Στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου; Κι' αν έρθη μέρ' αγλύκαντι 'ςτά ξένα να πεθάνης, Ποιος θα βρεθή 'ςτό πλάι σου τα μάτια να σου κλείση; Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση; Στο Λείψανό σου ποιος θαρθή λουλούδια να σε ράνη; Και ποιος με πόνο θα ριχτή 'ςτό νεκροκρέββατό σου Για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για εσσένα μοιρολόγι; Αχ! πώς τους θάφτουν νάξερες και πώς τους παν τους ξένους!

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίση. Ο Μανώλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα ενόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε. — Και το Μαρούλι πούνε; της είπε.

Αλλ' εις την χήραν εφάνη ούτω ωραιότερος, διότι ήτο ανδρωδέστερος και η δασύτης ενέτεινε την ρωμαλέαν εντύπωσιν, ήτις κυρίως την συνεκίνει και την έθελγε. — Είντα κάνει το Μαρούλι; εφώναξεν ο Μανώλης άμα την είδε. Πούνε; Αλλά το Μαρζούλι είχεν ήδη απέλθη εις της θείας της. — Κ' είντα λέει; επανέλαβεν ο Μανώλης. Δε με θέλει ακόμη; — Τα ίδια. Πνίγεται, σκοτώνεται, δε θέλει.

ΑΝΑΤ. Α! — όνομά μου; όνομά μου χατζή Σάββα ντούλο σας. ΑΣΤ. Η Πατρίδα σου; ΑΝΑΤ. Πατέρα μου; πατέρα μου χατζή Μουράτη λέανεεκείνο πέτανε, τι το τέλεις τώρα; ΑΣΤ. Όχι μουρέ ο τόπος σου; ΑΝΑΤ. Α, βιλαέτι μου; βιλαέτι Καΐσερλη είναι. ΑΣΤ. Και πούνε αυτό το Καΐσερλη. ΑΝΑΤ. Άι Βασίλι τόπο είναι γκαισαρείας, γκαπαδοκείας ντε ξέρεις εσύ.

Έτζι ήταν καμωμένη η Σμαραγδούλα· δεν έμοιαζε με καμμιά από της φιλενάδες της· εκείνα τα χωρατά, εκείνα τα κρυφομιλήματα, ή ν' ανταμώνεται σε κανένα σπίτι με κανένα κοπελλιάρη για να τα πούνε, καθώς έκαναν άλλες, η περισσότερες, δεν της άρεσαν, δεν τάθελε· θαρρείς πως ήταν γυναίκα άλλου κύκλου και δεν εννοούσε να την πειράζουνε, να την ενοχλούνε μ' ερωτοτροπίες πρόστυχες και χωρίς την άδειά της.

Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν