Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουλίου 2025


Καερδέν, ωραίε σύντροφε, στη φιλία μας, στην ευγένεια της καρδίας σου, στη συμμαχία μας, σε παρακαλώ! Κάμετε προς χάρι μου αυτό το τόλμημα, κι' αν της πας το μήνυμά μου, σκλάβος σου θα γίνω και θα σ' αγαπώ πειο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους». Ο Καερδέν βλέπει τον Τριστάνο να κλαίη, ν' απελπίζεται, να θρηνή.

Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.

Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.

Μόλις γύρισε ο Τριστάνος στη Μικρή Βρεττάνη, στο Κάρχαιξ, πήγε να βοηθήση τον αγαπητό του σύντροφο Καερδέν, εναντίον ενός βαρώνου Μπενταλίς. Μία μέρα έπεσε σε ενέδρα που του στήσανε ο Μπενταλίς κι' οι αδερφοί του. Ο Τριστάνος σκότωσε τα εφτά αδέρφια. Αλλά πληγώθηκε κι' αυτός με μια κονταριά, και το κοντάρι ήτανε δηλητηριασμένο.

Ο Τριστάνος της χαιρέτησε, αντιχαιρέτισαν εκείνες, κ' έπειτα οι δυο ιππότες κάθησαν δίπλα τους. Ο Καερδέν δείχνοντας τ' ωραίο τούλι που κεντούσε η μητέρα του: «Κυττάχτε, είπε, ωραίε φίλε Τριστάνε, τι εργάτισα είναι η μητέρα μου. Πώς ξέρει θαυμάσια να στολίζη τα πετραχείλια και τ' άμφια, για να τα χαρίζη στα φτωχά μοναστήρια.

Τράβηξε παράμερα τον Καερδέν, κοντά σ' ένα παράθυρο, για να ιδή τάχα καλλίτερα και να παζαρέψη το δαχτυλίδι. Ο Καερδέν της είπεν απλά: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι πληγωμένος με φαρμακερό σπαθί, και πεθαίνει. Σας μηνά ότι μονάχα σεις μπορείτε να του κάνετε καλό. Σας θυμίζει της μεγάλες πίκρες και τους μεγάλους πόνους που υποφέρατε μαζύ. Κρατήστε αυτό το δαχτυλίδι. Σας το δίνει».

Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Λεπτό περιδέραιο από χρυσάφι και πετράδια στολίζει το φωτεινό της μέτωπο: — Η Βασίλισσα! λέει σιγανά ο Καερδέν. — Η Βασίλισσα; λέει ο Τριστάνος. Όχι, είναι η Καμίλλη, η υπηρέτρια της». Έπειτα, σ' ένα ψαρρί άλογο έρχεται μια άλλη πειο άσπρη από το χιόνι του Φλεβάρη, πειο ροδαλή από τα τριαντάφυλλα. Τα λαμπρά μάτια της κάνουν μαρμαρυγές όπως τ' αστέρια στο καθαρό νερό της πηγής.

Κι' ο Βασιληάς του το παραχώρησε μπροστά σ' όλους τους ανθρώπους του παλατιού του. Τότε ο Καερδέν προσέφερε στη Βασίλισσα μια ωραία πόρπη δουλεμένη με φίνο χρυσάφι.

Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν