Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουλίου 2025
Έτσι, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν άρχισαν ν' αγαπιώνται με τρυφερότητα και με πίστη κι' ωρκίστηκαν φιλία μέχρι θανάτου. Ποτέ δεν απίστησαν σ' τον όρκο τους, καθώς θα το μάθετε απ' αυτή την ιστορία. Λοιπόν, καθώς γύριζαν απ' αυτές της επιδρομές, συζητώντας για ευγένεια και ιπποτισμό, συχνά ο Καερδέν παινούσε στον αγαπητό του σύντροφο την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια, την απλή, την ωραία.
Στην κραυγή τ' αδερφού του, ο Δούκας Ριόλ ρίχνεται κατ' απάνω του Καερδέν, με τα χαλινάρια αμπολυμένα. Αλλά ο Τριστάνος του κόβει το δρόμο. Άμα χτυπήθηκαν, το κοντάρι του Τριστάνου έσπασε στα χέρια του. Το κοντάρι του Ριόλ χώθηκε στο στήθος του εχθρικού αλόγου, πέρασε της σάρκες και το ξάπλωσε νεκρό, χάμω στο λειβάδι.
Ο κόμης Ριόλ είχε στήσει το στρατόπεδο του τρία μίλλια μακρυά από το Κάρχαιξ κι' από πολλές ημέρες οι άντρες του Δούκα Χόελ δεν τολμούσαν πεια να περάσουν της πόρτες να τον χτυπήσουν. Όμως την άλλη μέρα κι' όλα, ο Τριστάνος, ο Καερδέν, και δώδεκα νεαροί ιππότες βγήκαν από το Κάρχαιξ, φορώντας τους θώρακας και της περικεφαλαίες, και κάλπασαν κάτω από το δάσος των ελάτων μέχρι της εχθρικές σκηνές.
— Α! να την, η Βασίλισσα, τώρα τη βλέπω! λέει ο Καερδέν. — Ε! όχι! είναι η Βραγγίνα η Πιστή, λέει ο Τριστάνος». Αλλά τότε ο δρόμος έλαμψε με μιας, σα να ξεχείλισε ξαφνικά το φως του ήλιου μέσ' από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων: η Ιζόλδη η Ξανθή παρουσιάστηκε! Ο Δούκας Αντρέ — ο Θεός να τον τιμωρήση! — εκάλπαζε δεξιά της.
Πηγαίνουν σιγά, με καλή σειρά δύο-δύο, κ' είναι ωραίο να τους βλέπη κανείς, πλούσια ντυμένους απάνω στα στολισμένα με χρυσοκεντημένο βελούδο περήφανα άλογά τους. Έπειτα πέρασε ο Βασιληάς Μάρκος. Θαμπώθηκε ο Καερδέν βλέποντας τους υπασπιστές γύρω του, δυο από τη μια μεριά, δυο από την άλλη, ντυμένους στο χρυσάφι και στην πορφύρα. Κ' έπειτα προχωρεί η πομπή της Βασίλισσας.
Ψηλά-ψηλά στο κατάρτι ο Καερδέν σηκώνει το άσπρο πανί, για να το γνωρίση από μακρυά ο Τριστάνος από το χρώμα. Ο Καερδέν βλέπει κι' όλα στα βάθη, τη Βρεττάνη .... Αλλοίμονο! σχεδόν αμέσως η κάλμα ακολουθεί την καταιγίδα, η θάλασσα γίνεται γλυκειά και ήσυχη σαν λάδι. Ο άνεμος έπαψε να φουσκώνη τα πανιά, κι' οι ναύτες πηγαίνουν άδικα βόλτες το καράβι δεξιά κι' αριστερά, μπρος και πίσω.
Όταν το νερό πετάχτηκε απάνω μου, του είπα: «Νερό, είσαι τολμηρότερο από όσο υπήρξε ποτέ ο Τριστάνος ο τολμηρός!». Γι' αυτό γέλασα. Αλλά πολλά είπα, αδερφέ, και μετανοιώνω». Ο Καερδέν, παραξενεμένος, την ετσίτωσε τόσο πολύ με της ερωτήσεις, ώστε στο τέλος αναγκάσθηκε να του πη την αλήθεια για το γάμο της.
Αν φέρνης τη Βασίλισσα Ιζόλδη σήκωσε το άσπρο πανί, κι' αν δεν την φέρνης βάλε το μαύρο, ν' αρμενίσης μ' αυτό. Φίλε, δεν έχω τίποτ' άλλο να σου ειπώ. Ο Θεός να σε οδηγήση και να σε ξαναφέρη υγιή και γερό!» Αναστενάζει, κλαίει και θρηνεί, κι' όμοια κλαίει ο Καερδέν, φιλεί τον Τριστάνο και τον αποχαιρετά. Με τον πρώτο άνεμο, έβαλε μπρος.
Ο ένας ωραίος και διατηρημένος καλά, όπου θα περνούσε η βασιλική συνοδεία, ο άλλος παραμελημένος και γεμάτος πέτρες. Ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ετοποθέτησαν σ' αυτόν τους δυο ιπποκόμους: θα τους περίμεναν εκεί, φυλάγοντας τ' άλογα και της ασπίδες. Οι ίδιοι τρύπωσαν μέσ' το δάσος και κρύφτηκαν σε μια συστάδα δέντρων και βάτων.
Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν