Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουλίου 2025
Αλλά ο Καερδέν, όρθιος στην κουπαστή, τον χτυπάει με το κουπί του. Ο Αντρέ κλονίζεται και πέφτει στη θάλασσα. Ο Καερδέν τονέ χτυπάει πάλι με το κουπί και τον βουλιάζει μέσα στα κύματα, φωνάζοντας: «Πέθανε, προδότη! Να η αμοιβή σου για το κακό που έκανες στον Τριστάνο και στη Βασίλισσα Ιζόλδη!»
Την τρίτη μέρα ο Καερδέν κάλεσε τον Τριστάνο: «Φίλε, συμβουλεύτηκα την καρδιά μου: Ναι, αν μούπατε την αλήθεια, η ζωή που κάνετε σ' αυτό τον τόπο είναι παραφροσύνη και τρέλλα, και τίποτε καλό δε μπορεί να βγη ούτε για σας ούτε για την αδερφή μου την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Λοιπόν ακούστε τι θα σας πω. Θα περάσουμε τη θάλασσα και θα πάμε μαζύ στο Τινταγκέλ.
Αλλά γι' αγάπη μου, η άλλη Ιζόλδη περιποιέται μ' ακόμη μεγαλύτερες τιμές απ' όσες μου κάνει η αδερφή σου, ένα σκυλλί που της έδωσα. Έλα, ας αφήσουμε αυτό το κυνήγι, ακολούθα με όπου θα σε οδηγήσω. Θα σου πω τη δυστυχία της ζωής μου». Δίχως μιλιά έτρεξαν με τάλογα σ' ένα βαθύ μέρος του δάσους. Εκεί, ο Τριστάνος απεκάλυψε τη ζωή του στον Καερδέν.
Το φαρμάκι τον βασανίζει, ω αγωνία! — και περιμένει το θάνατο. Κάλεσε κρυφά τον Καερδέν να του πη τον καϋμό του, γιατί κι' οι δύο αγαπιώντανε με μια άδολη αγάπη, θέλησε να μη μείνη κανείς μέσ' το δωμάτιο, εκτός από τον Καερδέν, και μάλιστα ούτε στα γειτονικά δωμάτια να μη μείνη κανείς. Η Ιζόλδη, η γυναίκα του, θαύμαζε μέσα της γι' αυτό το αλλόκοτο θέλημα.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Δούκας Χοέλ, ο αυλάρχης του, και όλοι οι κυνηγοί του, ο Τριστάνος, η Ιζόλδη με τα λευκά χέρια κι' ο Καερδέν, εβγήκαν μαζύ από το παλάτι για να κυνηγήσουν στο δάσος. Σ' ένα στενό δρόμο, ο Τριστάνος κάλπαζε δίπλα στον Καερδέν που κρατούσε με το δεξί του χέρι τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης με τα Λευκά χέρια. Λοιπόν, το άλογο σκόνταψε σ' ένα λάκκο νερό.
Ήρθε όξω από το δωμάτιο και κόλλησε τ' αυτί της στον τοίχο. Ακούει. Ένας από τους πιστούς της παραφυλάει απ' όξω, γι' ασφάλεια. Ο Τριστάνος συγκεντρώνει της δυνάμεις του, σηκώνεται, στηρίζεται στον τοίχο. Ο Καερδέν κάθεται δίπλα του και κλαίνε μαζύ τρυφερά. Κλαίνε τη συντροφιά τους στ' άρματα, που τόσο γρήγωρα πήρε τέλος, τη μεγάλη φιλία τους, και της αγάπες τους. Κι' ο ένας θρηνεί για τον άλλο.
Τον καιρό όπου περνούσε η Βασιλική πομπή, κει κάτω στον άλλο δρόμο που ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν φύλαγαν τ' άλογα των κυρίων τους, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ένας ιππότης αρματωμένος: Μπλεχερή τον έλεγαν. Αναγνώρισε από μακρυά τον Γκορνεβάλλη και το οικόσημο του Τριστάνου. «Τι είδα σκέφτηκε.
Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν