United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπετα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησετο μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερετο φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίραάκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη καιεμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούςτα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξετον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήνεμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλετα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθόςτην θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετροτην ρώμη τους, και γύρωτα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονταιτο δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραντα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190