Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
— Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω. Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον.
Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.
— Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.
Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας! — Τι σημαίνει τούτο; — Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα! — Την είδες; . . . — Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα. — Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι; — Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα.
Οι άνθρωποι δεν ηξεύρουν ποσώς να υποταχθώσιν εις την θέλησιν των θεών! Ο Βινίκιος ήτο πολύ βυθισμένος εις τας σκέψεις ταύτας, ώστε δεν ηδύνατο να εννοήση την ειρωνείαν των λόγων τούτων. Καίτοι είχεν ερωτήσει τον Χίλωνα περί όλων όσα ούτος ηδύνατο να γνωρίζη, εστράφη και πάλιν προς αυτόν: — Και είδες εις το Οστριανόν την Λίγειαν και τον Ούρσον με τους ιδίους οφθαλμούς σου;
Ο γίγας — και εδείκνυε τον Ούρσον — διά να ελευθερώση την κόρην έρριψε τον επιδρομέα κατά του τοίχου· πίπτων ο άνθρωπος αυτός επροφυλάχθη διά του βραχίονός του· ο βραχίων εθραύσθη, αλλά το τραύμα της κεφαλής είναι ελαφρόν. — Επεμελήθης τόσους και τόσας εκ των αδελφών μας, είπεν ο Κρίσπος, έχεις φήμην επιτηδείου ιατρού . . . Διά τούτο έστειλα τον Ούρσον να σε ζητήση.
— Ας εξέλθωμεν και ας σταθώμεν έμπροσθεν της θύρας, αυθέντα, επειδή δεν έχομεν ανασηκώσει τας κουκούλας μας και μας παρατηρούν. Και ούτως έπραξαν. Από το μέρος, όπου ετοποθετήθησαν, θα ηδύναντο να εξετάζουν όλους τους εξερχομένους και δεν ήτο δύσκολον να αναγνωρίσουν τον Ούρσον από το ανάστημά του.
Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' εκείνη απήντησε φαιδρά: — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον Ούρσον. Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής συνάμα.
Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των. Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της θα διέλυε πάσαν υποψίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν