United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο. — Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι. — Κάλτσαις του καπετάν-Μοναχάκη! — Είχες γράμμα; — Είχα και είχα. Πώς θαρρείς; Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων. — Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον. — Σου στέλνει, παιδί μου;

Αι δε καλαί μας γειτόνισσαι ηπόρουν βλέπουσαι ένα άνδρα ταπεινούμενον διά τοιούτων γυναικείων έργων, εναντίον πάσης της νήσου των συνηθείας, εξέφραζε δε την περί τούτου ιδέαν των μειδίαμα οίκτου οπόταν μοι προσέφερον βοηθείας χείρα.

Αι γειτόνισσαι βλέπουσαι τότε κατά πρώτον από το ερείπιον εκείνο, του οποίου έχασκον απειλητικώς τα παράθυρα ως τέρατος όμματα και το οποίον εσείετο ολόκληρον ως φύλλον εις την ελαχίστην πνοήν του ανέμου, βλέπουσαι να εξέρχηται αντί θηρίων ή ποντικών η αβρά και εύμορφος εκείνη λευκή κόρη εξεπλάγησαν, ως οπτασίαν εκλαβούσαι ή ως υπαρκτήν, την περικαλλή της παρθένου μορφήν, και έκαμνον τον σταυρόν των.

Ανέβημεν εις τα ζώα μας και εξεκινήσαμεν. Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ' αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την έλλειψιν. Εφθάσαμεν εις Αθήνας πολύ αργά· αφήκα τον Χρήστον εις το νοσοκομείον και επέστρεψα νύκτα βαθείαν εις το κελλίον μου. Ταύτα συνέβησαν, καθώς σας είπα, την Δευτέραν. Την Πέμπτην ο Χρήστος επέστρεψεν.

Τα όνειρα ταύτα τα έβλεπαν εις τα ξυπνητά και τα εξέφεραν μεγαλοφώνως, εις επήκοον της γειτονιάς όλης. Και οι μεν νέοι και τα κοράσια εγέλων με πλατύ στόμα, όταν τα ήκουον. Αι δε γεροντότεραι και φρονιμώτεραι γειτόνισσαι τας επετίμων, συμβουλεύουσαι αυτάς να μη έχωσι τοιαύτας ιδέας.

Θα γέν' πλειο ο γάμος, Μιλάχρω! Έλεγαν μετά πεποιθήσεως αι γειτόνισσαι. — Σα θέλ' ο Θεός! απήντα η μήτηρ μετ' αμφιβολίας. Πλην ο Θεός δεν ήθελε· και την επαύριον κλειστός ο φούρνος και κατάκλειστον το σπίτι.

Ηπόρουν αι γειτόνισσαι! Μήπως εις το άγριον δάσος δεν συναντάς εις την υγρασίαν και την σκοτίαν του κάτι υψηλούς και ακόμψους θάμνους ως ξεγκλισμένους, αισχύνην των υπερηφάνων δένδρων, να φέρωσιν εύμορφα άνθη, τα οποία θα εζήλευον αι μονάκριβοι των θερμοκηπίων γάστραι;

Κακορράχετε! απήντα μορφάζουσα η γραία, εκ της ταχύτητος ούτω τολμηρώς περικόπτουσα την κοινήν ύβριν: «κακό χρόνο νάχετε!» — Δεν την συμμαζεύεις λιγάκι; Έλεγον προς την κόρην της αι φίλαι γειτόνισσαι. — Μ' ακούει, θαρρείς; Και ηρυθρία η κόρη, μη δυναμένη να περιορίση την πτωχήν μητέρα της, εκτιθεμένην ούτω εις τα περπαίγματα του χωρίου. — Ναι! παρενέβαινεν ενίοτε, παρούσα η γραία.

Κατώκει ανέκαθεν εις την παρά την Δυτικήν Εκκλησίαν στενήν οδόν, ήτις αγνοώ εάν απέκτησε την σήμερον ιδίαν ονομασίαν. Ο έκτοτε κατεδαφισθείς οικίσκος του περιείχε δύο μικρά δωμάτια και μαγειρείον, εκ της καπνοδόχης όμως του οποίου αι γειτόνισσαι εβεβαίουν ότι ουδέποτε ανήλθε καπνός.

Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.