Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς· — Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου.
Μη γάρ είν' άφευχτο ν' αντραλοθούμε, Εκεί γιορτιάτικοι για να φανούμε; Παρόμιαις πρόληψες για τα στολίδια Μικρών κι' ανήλικων αθρώπων ίδια. Κι' εγώ εκίνησα με τα παλιά μου, Μηδέ καν διάλεξα τα πλιο καλά μου. Ο φίλος πάσκαγε με λόγου κρίσι Τον ισκυρόγνωμο να καταπείση. Χαμένα απόσταινε το λιάραγκά του. Εκείνος ήθελε τη φορεσιά του. Κριτή μ' εζήτησαν ν' αποφασίσω.
Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του. — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα! Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή.
Εγώ βλέποντάς τον αριθμόν του στρατεύματος που έκαμα, εκίνησα κατά πάνω της βασίλισσας διά να της πάρω τον θρόνον, και δεν έλαβα πολύν κόπον διά να λάβω το ποθούμενον.
Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης μίαν χάριν.
Και όταν εξημέρωσεν εκίνησα πάλιν μέσα εις το δάσος περιπατώντας και θεωρώντας ένθεν κακείθεν μήπως ιδώ καμμίαν πολιτείαν.
Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες. Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ.
Επί μίαν όλην ώραν δεν εκίνησα ούτε ένα μυώνά μου, και όλος αυτός ο χρόνος επέρασε χωρίς να τον ακούσω ν' αποκοιμηθή. Έμεινεν εις το κρεββάτι του, κατά το ήμισυ ορθός, και ήκουεν, όπως συνήθιζε πολλάκις επί πολλάς νύκτας διαδοχικώς, προσέχων εις το ωρολόγιον του θανάτου, που ήτο κρεμασμένον εις τον τοίχον.
Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.
Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν