Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ήτο δε αύτη γεγραμμένη μονογραφικώς και συντετμημένως, κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου, και έλεγε: «Γ. Σχολάριος». Ήτο το όνομα του ασπόνδου και θανασίμου εχθρού του Γ. Γεμιστού. Τι παθών άρα ο Γεώργιος ούτος ο Σχολάριος ήλθε να επισκεφθή τον Πλήθωνα; Ο φιλόσοφος εις μάτην διελογίζετο. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο.
Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία, διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του οποίου να επέσυρα την έχθραν.
Έτσι εύρεν ο παπά-Κονόμος την ανακούφισιν. Και πλέον ετάχυνε να φεύγη από τα έργα των ανθρακέων εις τα δάσος, διά να μένη μόνος περισσοτέρας ώρας εις τον Άγι-Αντώνην. Εκεί και να έβλεπε την κόρην του, διελογίζετο εις το στασιδάκι καθήμενος, δεν θα εταράσσετο πλέον, ως άλλοτε, όταν είδε την σκιάν της εις τον οίκον του. Εκεί και να την ήκουε να ψάλλη, θα συνέψαλλε και αυτός.
— Εγώ είμαι ένα φουρνόξυλο, διελογίζετο ενίοτε, αλλά το Χρυσώ μου είνε ένα ωραίο πλασένιο ψωμί που έβγαλα από τον φούρνον εγώ το φουρνόξυλο. Διά τούτο όταν την αρραβώνισεν, εζήλευσεν ολόκληρον το χωρίον. — Είδες, όταν θέλη ο Θεός; έλεγον. Τωόντι η Μιλάχρω δεν είχε τίποτε παρά τον φούρνον της μόνον· το σπίτι δεν άξιζε τίποτε.
Τόρα και εις τον ύπνον της ακόμη, έβλεπε μίαν μορφήν εσκιασμένην ως υπό νέφους, αυλούσαν ηδυπαθώς, μέχρις εκλύσεως όλων αυτής των αισθήσεων. Ενώ τοιαύτα διελογίζετο η Σμάλτω, ο συριγμός της φλογέρας ηκούετο ακόμη μακράν, ευδιάκριτος υπό το δροσερόν φύσημα του ανέμου.
Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις: — Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα.
Αλλ' ο Σκούντας, όσον διελογίζετο, τόσον πλειοτέρους λόγους εύρισκεν όπως μη επιθυμή να εισέλθη εις τον οικίσκον εκείνον. Αν υπήρχον εντός άνθρωποι, θα ήναπτον φως πριν τοις ανοίξωσι την θύραν, και αυτός δεν επεθύμει να ίδη το πρόσωπόν του η Αϊμά μέχρι της πρωίας.
Και θωπεύσας τον πονούντα πόδα του απεσφράγιζεν, εξέσχιζε μάλλον τον φάκελλον. Και συγχρόνως διελογίζετο τας τελευταίας πληροφορίας οπού είχε περί του «μεθύστακα» υιού του. Τω είπον τελευταίον ότι εθεάθη εις το Βουγιουκδερέ, ρακένδυτος. Κυριακή πρωί, με τας νιτσεράδας του σκεπάζων την γύμνωσίν του. Και μ' ένα καπέλλο από νιτζεράδα κίτρινη και αυτό, ενώ ήτο ήλιος, χαρά Θεού.
Ο Παπά-Κονόμος καθήμενος εις το στασιδάκι του και βλέπων γύρω όλα αυτά εξεπλήττετο, ιδίως διά την καθαριότητα του ναΐσκου· και διελογίζετο: — Ποιος να κυττάζη τώρα το ερημικόν αυτό εκκλησιδάκι οπού τόσον το αγαπούσεν η Κουκκίτσα μου; Ούτε μια λαδιά κάτω εις της πλάκαις. Ποιος ανάπτει τα κανδηλάκια του τώρα και ποιος τα πλύνει οπού είναι τόσον διαυγές το γυαλί των;
Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν