Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς, — Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει. — Το έμαθα, παπά, απ' τον μάστρο-Πανάγο τον μαραγκό. — Τι ώρα και πού τον είδες; — Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κ' εβγήκε να πιή δύο τρία κρασιά με το ισνάφι.

Κατωτέρω κατάκλειστος, με τας μεγάλας υψηλάς πόρτας της, σιωπηλή ως έρημος, εφαίνετο η μεγάλη Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη, το προσφιλές εντευκτήριον υπαλλήλων, δικηγόρων και εμπόρων, και ημών των δύο άλλων , εις της οποίας τα υπόγεια υπάρχουν δεκαπέντε ειδών κρασιά.

Πρώτα είχε τις βαρέλλες δίπλα του, τις κύτταζε και τις καμάρωνε: το μοσχάτο, το μπρούσκο, το κοκκινέλι, το λιαστό... Κρασιά και κρασιά. Να πιή και να μεθύση η Οικουμένη. «Άγια χώματα η πατρίδα. Ρουφάει το νεράκι του Θεού και σου δίνει εφτά λογιών κρασί». Έπειτα εύρισκε την ησυχία του εκεί σταπόμερο. Δεν έκανε χάζι τον κόσμο.

Όχι, εφώναξε με μανία ο Στέφανος. Τα σκοτεινά δε μ' αρέσουνε· το σπίτι πρέπει ν' ανοίξη. Και με όλη του τη δύναμι πέφτει απάνω στον ένα σύντροφο, τον ρίχτει κάτω, αναποδογυρίζει το σοφρά με τα φαγιά και τα κρασιά και κινά, τρικλίζοντας, κατά το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Ο γέρω Μαρούπας τρέχει τότε και τον αρπάζει από τη μέση και με πολλά παρακάλια και μάτια μου και φως μου, τον ησυχάζει λίγο.

Ολίγον καιρόν ύστερον από τον δεύτερον γάμον του, η γολέττα του Καβούλη, είχεν αρχίσει να φορτώνη κρασιά της χρονιάς.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τι του χρησιμεύει, λέει; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα φτωχός δε θάν' κανένας, κι' όλοι θάχουνε απ' όλα, άρτους και παστά και χλαίνας, και κρασιά, μα και στεφάνια, και γλυκά, ως και ρεβίθια• ώστε, αν δεν καταθέση, τι κερδίζει; κολοκύθια! Όχι, πες μου, τι κερδίζει; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κ' έτσι πάλι όποιος κλεφτεί πειό πολύ θα θησαυρίζη.

Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;

Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία, της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου• δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405 έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει. καιτον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία. αλλ' ότ' εκείτην πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν, ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410 με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν. δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα• και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα, άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.

Τον υπάλληλόν του τον υπεχρέωσε διά της βίας να εργασθή, εξεφόρτωσεν όπως ηδυνήθη και απέπλευσε. Την άλλην χρονιάν, μεσούντος του Δεκεμβρίου ο καπετάν Ηρακλής, προερχόμενος από τα Μπογάζια και το Δεδεαγάτς, φέρων καί τινα εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, επλησίασεν εις την Λήμνον, εφόρτωσεν ωραία κοκκινωπά κρασιά, κ' έπλευσεν εις Θεσσαλονίκην.

Εδέχθη μετά πάσης χαράς το κάλεσμα, και δεν έλειψεν εις τον καιρόν του γεύματος να έλθη εις το σπήτι μου, καθώς μου έταξεν. Εκαθίσαμε το λοιπόν εις την τράπεζαν οι δυο μας μόνον, και επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν ευφραινόμενοι, και πίνοντες διάφορα εκλεκτά κρασιά.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν