United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας γέρων ναύτης έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται.

Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Η αγάπη, η θλίψη, η τύψη και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικρό της στόμα. Ο Έφις την κοιτά, την κοιτά και σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, πολύ παλιά και του φαίνεται ότι τον καλεί να πλησιάσει, να την βοηθήσει να κατέβει, να την ακολουθήσει….. Έκλεισε τα μάτια. Το κεφάλι του έτρεμε.

Οι κρόταφοί τους είχαν πλησιάσει, σαν να άκουγαν μια υπόγεια φωνή. « Είναι αλήθεια!

Οι ιππείς παρετήρησαν μετά προσοχής, διότι ο Βράγγης είχε πλησιάσει ήδη, και είδον το εν ταις αγκάλαις αυτού βασταζόμενον. Παρετήρησαν αλλήλους ερωτηματικώς. Εφαίνοντο ως να έλεγον·Αυτή να είναι; — Και όμως ο γέρος δεν είναι αυτός, είπε μεγαλοφώνως είς αυτών. — Ειμπορεί να μην είναι ο γέρος, και να είναι η μικρά, απήντησεν άλλος. Οι ιππείς εδέησε να μετέλθωσι βίαν.

Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχειςΤης έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε

Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνειΣταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.

Χάνονται η πόλεις, χάνονται Βασίλεια, κ' έθνη· Αλλ' ότε πλησιάσει Την γην οπού σας έχει, Θέλει αλλάξειν τον δρόμον του Ο Χρόνος, το θαύμασιον Χώμα σεβάζων. Αυτού αφ' ου την αρχαίαν Πορφυρίδα, και σκήπτρον, Δώσωμεν της Ελλάδος, Θέλει φέρειν τα τέκνα της Πάσα μητέρα. Και δακρυχέουσα θέλει Την Ιεράν φιλήσειν Κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον Λόχον, τέκνα, μιμήσατε, Λόχον Ηρώων. Στροφή Α

Σωκράτης Ποίον εκ των δύο, Άνυτε· σ' έχει αδικήσει κανείς από τους σοφιστάς, ή εσύ έτσι εξ εαυτού είσαι εναντίον των; Άνυτος Μα τον Δία, ποτέ μου δεν έχω πλησιάσει κανένα απ' αυτούς εγώ, ουδ' άλλον κανένα θ' άφηνα από τους ιδικούς μου. Σωκράτης Δεν γνωρίζεις λοιπόν τίποτε δι' αυτούς τους ανθρώπους; Άνυτος Και ήτο δυνατόν; Άνυτος Ευκόλως. Διότι ξεύρω ποίοι είναι είτε τους γνωρίζω είτε όχι.