Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.
Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος, κυματώδης και αναπαυτικός «σιγανός», του οποίου ο βραδύς και χαλαρός ρυθμός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς. Νεαρά και νόστιμη παντρεμένη, η οποία εκράτει εις τον κάβον, ήρχισεν έν από τα συνηθέστερα τραγούδια του σιγανού: Μια κόρη συναπόβγανε τον άντρα τση στα ξένα.
Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.
Έπειτα ήρχισε να τραγουδή: Το μήλον, όπου κρέμεται εις την γλυκομηλίτσα, ψύγεται, γή μαραίνεται, γή τρων το οι διαβάτες. Έτσα 'νε δα κη κοπελιά σαν έρθη του καιρού τση .. Και ετελείωσε με μίαν επιφώνησιν: — Αι, μωρέ νιότη, και πούσαι! Ο Σαϊτονικολής ήτο ενθουσιασμένος και διότι έβλεπεν επιτυγχάνον το σχέδιον περί εξημερώσεως του υιού του.
Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού.
Εγώ 'χα όρκο να τση βγάλω τη γλώσσα με το ρασόπανο, γιατ' ήμαθα πως αυτή τούβγαλε το παρανόμι, μα σαν ήκουσα τα παινέματα που τούκανε, τση συμπάθησα. Οι Τούρκοι είνε να πιούνε φαρμάκι κι ο Σαμπρής λέει και μαρτυρά πως δεν είδ' ακόμη τόσο χεροδύναμο άντρα. — Κιο Μουντίρης;.., είπεν η Ρηγινιώ με ανησυχίαν.
Αυτή η χτικιαρά σου λέει να μακούς; Ψώματα! Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλης απού την αγάπη και την απακοή μου; Κιάνε σούπε τέτοιο πράμμα, ψώμα τώπε, για να σε φέρη ευκολώτερα στα νερά τση. Έτσα σέκαμε και να πιστεύγης πως έχει αγγελική ψυχή κιαυτή 'χει δέκα δαιμόνους μέσα τση.
Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.
Μα σάμπως λέει αυτή ποτέ για κιανένα και στραβά πατεί; Δεν ήθελε και να μάθης πως η μάνα σου τήνε κατατρέχει· και μου διπλοπαράγγερνε να μη σου πω πράμμα. Μα γιάειντα να μη σου τα πω να τα κατές; Εγώ τση χωράτευγα και τσ' ήλεα πως έτσα τα τσιγκρίζουνε πάντα η πεθερές και νυφάδες, μα τα καϋμέχαρο το Βαγγελιό δεν έχει όρεξη για γέλια.
Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και διά τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλη τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάννα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα: Καλώς τονε που πρόβαλε με τση μακρές χερούκλες, Με τα μεγάλα μάγουλα και με τση ποδαρούκλες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν