Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων.

Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.

Μετά το έκτον μου ταξείδι, αφού επέστρεψα εις την πατρίδα με μεγάλους θησαυρούς, ως άνωθεν ηκούσατε, απεφάσισα να μη ταξειδεύσω πλέον διά τε τον φόβον των κινδύνων, και μάλιστα διά το της ηλικίας προβεβηκός τρόπον τινά· ώστε δεν εστοχάζομουν άλλο, πάρεξ το να διάγω εις το εξής μίαν ζωήν ήσυχον με ευθυμίας και περιδιαβάσεις· αλλ' όντας μίαν ημέραν εις μίαν χαροποιάν ξεφάντωσιν με την συνοδείαν διαφόρων φίλων και συγγενών μου, έστειλεν ο Βασιλεύς Καλίφης έναν από τους αξιωματικούς του παλατίου του εις αναζήτησίν μου· ο οποίος είχε προσταγήν παρά του βασιλέως διά να παρασταθώ εις τον βασιλέα.

Αν λοιπόν έχης την ιδέαν να μείνης σταθερός εις εκείνα τα οποία προ ολίγου απεφασίσαμεν, εγώ δηλαδή να διευθύνω την συζήτησιν όπως νομίζω ότι ημπορεί καλύτερα να γείνη το πράγμα φανερόν, ακολούθει με· αν δε δεν θέλης, σε αφήνω ήσυχον, εάν τούτο σ' ευχαριστή. Πρωταγόρας Απεναντίας, είπε, σωστά λέγεις και εξακολούθησε καθώς ήρχισες.

Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου.

Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.

Το βαθύ μάθημα, το σωτήριον διά πάντα άνθρωπον πάσης τάξεως και ηλικίας, όπερ προκύπτει από μίαν μακράν ήσυχον εργασίαν και από ένα αφανή και ήρεμον βίον, το είχε διδαχθή ήδη τελείως ο Ιησούς, και τώρα πλέον είχε σημάνει οριστικώς η ώρα της διδασκαλίας του και η ώρα του μεγάλου έργου της αναγεννήσεως του ανθρώπου.

Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε : ― Θα τον σκοτώσουν ! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! ― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι. Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν, Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι.

Μπα, δεν με πειράζουν· απήντα λακωνικώς ο Μάρτης. Ούτως έγεινεν η μοιρασά. Οι λοιποί μήνες ήρχισαν να πίνουν μετά φειδούς· αλλ' ο Μάρτης από της ώρας εκείνης εκόλλησεν εκεί, ως βδέλλα ροφών αδιακόπως. Άνωθεν αυτού το βαρέλι με της θεώρατες δούγες και τα χονδρά του στεφάνια ίστατο υψηλόν, σοβαρόν και ήσυχον, ως μεγάλη αγελάς ισταμένη να την αμέλγουν ενώ μασσοί το χόρτον της αταράχως.

Καλή σου νύκτα κι’ αγαθή! Το στήθος σου να είναι αναπαυμένον κ' ήσυχον καθώς το ιδικόν μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Μ' αφίνεις; κ' ευχαρίστησιν δεν θέλεις να μου δώσης; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποίαν ευχαρίστησιν απόψε περιμένεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Το τάγμα της αγάπης σου αντί της ιδικής μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και μη δεν σου την έταξα και πριν μου την ζητήσης; Και όμως θα μου ήρεζε να μη την είχα δώσει.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν