Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Οξυδερκής, ως ήτο, αντελαμβάνετο ότι ο κίνδυνος δεν ήτο άμεσος, διότι ο Νέρων έχων ακόμη ανάγκην των γνωμών του, προ παντός διά τους αγώνας, τους οποίους θα έδιδε και κατά τους οποίους θα μετεχειρίζετο ως θύματα τους Χριστιανούς, θα τον άφηνε προς το παρόν ήσυχον.
Ετούτη είναι η ζωή μου· εσείς βλέπετε από τες δικές σας και δικές μου δυστυχίες, ότι η ζωή η ανθρώπινος είναι ωσάν ένας κάλαμος, που κινείται πότε από τον ένα άνεμον, πότε από τον άλλον. Εγώ ως τόσον ζω μίαν ζωήν ήσυχον, και είμαι πολλά ευχαριστημένος.
Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην. Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου ήσυχον.
Το νερόν έτρεχε διαυγές και ήσυχον μέσω των πρασίνων φυλλωμάτων των ιτεών και των ανθισμένων χαμοκλάδων¬ πλάτανοι υψηλοί και λεύκαι πλούσιαι εις φύλλωμα και εις χάριν, έρριπτον την σκιάν των πέραν επί του περιβολιού του αγίου Γεωργίου, καταφύτου εκ λεμονέων και χρυσομηλέων, βαθυπρασίνων καρυδιών και συκών κιτρινοφύλλων ροδακινών και στενοφύλλων αμυγδαλών.
Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.
Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται.
Κ' έγινε . . . . δάσκαλος! Και είνε — όχι πλέον εν Σκιάθω, αλλ' εν Αθήναις, μέχρι σήμερον δάσκαλος, τουτέστι καθηγητής. Παρεβίασε την φύσιν, την δημιουργίαν του, τον εαυτόν του, την ζωήν του, το πνεύμα του, διά να μην έχη καμμίαν από την κοινωνίαν απαίτησιν, να την αφήση ήσυχον, ως το νερό που μένει και βρωμά, ως την νύκτα που αποσύρεται εις τα κρεββάτια του ο βίος και η κίνησις.
Και μου εφάνη καλόν ότι έπρεπε τον μεν άλλον ν' αφήσω ήσυχον, εκείνον δηλαδή τον οποίον είχα ερωτήσει εις την αρχήν, διότι ούτε και αυτός ο ίδιος υπεκρίνετο ότι ήτο έμπειρος εις τας πνευματικάς συζητήσεις, αλλά μόνον εις τας συζητήσεις αίτινες απέβλεπαν εις το σώμα, εκείνον δε όστις διισχυρίζετο ότι ήτο σοφώτερος, να τον ερωτήσω και να τον εξετάσω καλά, διά να είχα και εγώ κάποιαν τυχόν ωφέλειαν από τας γνώσεις του εις ό,τι θα ήτο δυνατόν.
Αυτός όμως αγρόν ηγόρασε. «Πού σ' είδα πού σε ξέρω;» Δεν τον άφιναν ήσυχον, επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχη δι' όλαις της παληοκαϊάσσαις, όσους εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον.
Διότι αι ανομοιότητες και των ανθρώπων και των πράξεων και με μίαν λέξιν το γεγονός ότι τίποτε από τα ανθρώπινα δεν μένει ήσυχον, δεν αφίνουν καμίαν τέχνην να εκτελέση κανέν πράγμα απλούν εις κάτι τι δι' όλον τον καιρόν. Αυτά λοιπόν τα παραδεχόμεθα ίσως; Νέος Σωκράτης. Τι άλλο βεβαίως; Ξένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν