Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Και λέγανε ακόμα πως σαν εγέρασε πολύ και είδε μέσα στους χάρτες και τα βιβλία, πως ο Χάρος έρχεται να τονέ πάρη, αποθύμησε τη ζωή κι' αποζητούσε τους ανθρώπους κ' ήθελε να γνωρίση την αγάπη. Κι' όσοι περνούσαν μακρυά απ' τον πύργο τα μεσάνυκτα λένε πως άκουγαν μια ραγισμένη φωνή που τραγουδούσε λόγια της αγάπης. Αυτός ήτανε ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Τώρα κοιμάται κάτω απ' αυτό το μάρμαρο.

Κυνηγοί είχαν περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί! Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του.

Σώπα, καπετάνιε και γλήγορα δυναμώνει ο Νότος· είπεν ο Μπαρμπατρίμης· ιδές τι τέμπλο έκανε στο Τσιρίγο! Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα εσωριάζονταν τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος ετόξευε ανάμεσ' από κρωσσοτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες είτ' αιματένιες σπηλιές, δεμάτια αχτίνες έλουζε την χτίσι με φως και χρώματα.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

Μα μόλις ανέβαινε απάνω στην κάμαρη, σώπαινε-— Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . . Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκουκ’ έχωνε το κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ' ένα κύμα απελπισίας Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές ! Την Κυριακή της Τυρινής άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι.

Οι λόφοι οι αποτελούντες το βορεινόν όριον της πεδιάδος Ιεσραέλ, διήκουν από της κοιλάδος του Ιορδάνου μέχρι της Μεσογείου και αι μεσημβριναί κλιτύες των περιελαμβάνοντο εις την κληροδοσίαν της φυλής Ζαβουλών. Σχεδόν εν τω κέντρω της λοφοσειρής ταύτας υπάρχει έν αλλόκοτον ρήγμα ή μάλλον χαράδρα τις βαθεία από άνω έως κάτω, αποτελούσα είσοδον εις μακράν τινα κοιλάδα.

ΦΙΛ. Παύσε, ευλογημένε, να παίζης τραγωδίαν, ξεπέζευσε από τους ιάμβους και πες μου εις απλήν γλώσσαν τι είνε αυτή η στολή και ποία ανάγκη σε, έκαμε να ταξειδεύσης εις τον κάτω κόσμον, διότι δεν είνε, φαίνεται, ευχάριστον τοιούτον ταξείδι, ώστε να το επιχειρή κανείς χωρίς ανάγκην. ΜΕΝ. ω φιλότης χρειώ με κατήγαγεν εις Αίδαο ψυχή χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίου.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Και τα ψηλά κυπαρίσσια, ψηλότερα απ' τον πύργο, πνίγανε ολοτρόγυρα μ' ένα μαύρον ήσκιο τους τοίχους και τα παράθυρα. Κλεισμένος μέσα στον πύργο του ο φιλόσοφος, ζητούσε να πλάση με τη φαντασία του, με τη σοφία και την αγάπη, που κρυφόκαιγε κάτω απ' την παχειά στάχτη της καρδιάς του, ζητούσε να πλάση μια Πολιτεία. Μια Πολιτεία που κανένας φιλόσοφος δεν την είχε ονειρευθή ως τώρα.

Πράγματι, οι γυναίκες τυλίγονταν καλύτερα μέσα στις κάπες τους και, αφού έλεγαν τις προσευχές στο κομποσκοίνι, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Έμεινε μόνο κάποια που πουλούσε μαντολάτα και ζαχαρωτά από μαύρο αλεύρι, και δυο άντρες που κάθονταν ο έναν στη μια και ο άλλος στην άλλη πλευρά της εισόδου της εκκλησίας κάτω από τον γκρεμισμένο πρόδομο.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν