Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Λοιπόν εγώ νομίζω ότι την ευρίσκομεν και πρέπει να το ειπούμεν. Δηλαδή εγώ ερευνών άνω και κάτω, καθώς την ενόησα, θα προσπαθήσω να την εξηγήσω τελείως προς υμάς. Δηλαδή αιτία τούτου είναι ότι το σπουδαιότερον μέρος της αρετής δεν εκτελείται καλώς, καθώς νομίζω ότι εξηγείται από όσα είπαμεν.

Αι Νήσοι των Εθνών, και όλαι αι δοξασμέναι χώραι της Ευρώπης ήσαν σχεδόν οραταί υπεράνω της απαστραπτούσης επιφανείας των υδάτων της δυτικής εκείνης θαλάσσης. Αι σημαίαι της Ρώμης εκυμάτιζον εις την πεδιάδα την προ αυτού· η γλώσσα των Ελλήνων ωμιλείτο εις τας κάτω απλουμένας πόλεις.

Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σένα μέρος γκρεμιζότανε μαφρούς και βοή κεσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κήτον εύκολο νανέβη κανείς και να προχωρήση έως την κορυφή.

Που θα πη, μωρέ γυναίκα, μοιάσαμε τους Οβριούς στην κακοτυχιά· είπε ο γέρω Μαλαματένιος στη γριά του, απιθόνοντας κάτω ένα πόδι αργαλειού. — Φτου τσ' αντίχριστους! μη μου τους μελετάς! φώναξε κείνη αγαναχτησμένη. Σε καλό σου, γέρο! Τι σούρθε κ' έπιασες να μας παρομοιάσης με τσ' αλάδωτους!... — Τ' έπαθα, λέει! τ' έπαθα!

Έφαες το κουλούρι σου κάτω τη μούρη σου! του είπε γελώσα η σύζυγός του, ήτις ισταμένη πλησίον του υιού της, τον περιέβαλε με ακτινοβολίαν στοργής και εγίνετο διερμηνεύς της σιωπής του. Εδώ ν' άλλου αράδα.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Και σεις επίσης να είσθε άγρυπνοι. Και αν αύριον ευτυχήση ο στόλος μας, έχω βεβαιότητα ότι ο στρατός της ξηράς θα πολεμήση καλά. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι στρατός γενναίος και αποφασιστικός. Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Τι θόρυβος είναι αυτός; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Άκουσε, άκουσε! Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μουσική εις τον αέρα. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Από κάτω από την γην.

ΑΜΛΕΤΟΣ Α! στάσου! στάσου! κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην, οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης; Ω! βοηθάτε! βοηθάτε! ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς; ένα ποντίκι; το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο! το έκοψα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! τι έκαμες; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ω τρελλή πράξις φονική!

Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν. ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς; Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.

Μέσα σε γέλοια και γιουχαητά, σέρνονται πίσω του ολόκληρο πλήθος, φθάνει ως το κατώφλι της πόρτας, όπου κάτω από το θόλο του θρόνου, και στο πλευρό της Βασίλισσας, ήταν καθισμένος ο Βασιληάς Μάρκος. Πλησιάζει στην πόρτα, κρεμάει το ρόπαλο στο λαιμό του, και μπαίνει. Ο Βασιληάς τον είδε και είπε: «Να ένας καλός σύντροφος. Φέρτε τονε κοντά». Τον οδηγούν, με το ρόπαλο στο λαιμό. «Φίλε καλώς ήρθατε

Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετάτο πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύειτον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραντην αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν