Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Και ακούει διηγούμενον τον μπάρμπα-Σταύρον το επεισόδιον της πτώσεώς του το τραγικόν. — Έπεσα μαζί με το χιόνι κάτω βαθειά. Τα έχασα. Πάει, είπα, χάθηκα. Αλλά βλέπω εκεί μια σπηλιά· εχώθηκα μέσα έως να συνέλθω. Αλλά τι με τούτο ; Έπρεπε να αναιβώ επάνω. Μα πώς να αναιβώ; Τοίχος από δω και από εκεί υψηλός· κάστρο από χιόνι· αρχίζω τότε με το κοντάρι να κάμω δρόμο.

Εις νέαν καμπήν της ατραπού η κατάβασις έγεινεν αποτομωτέρα και ο Μίρτος μου έδειξε κάτω, παρά τον αιγιαλόν, μικρόν ερημοκκλήσιον λευκάζον αναμέσον των δένδρων, μου ανήγγειλε δε ότι υπό την σκιάν των δένδρων εκείνων θα εύρωμεν πηγήν δροσεράν. Άγγελμα ευφρόσυνον και χαροποιόν! Εδίψων φοβερά!

Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτωτην πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί. Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.

Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνείθιζε.

Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια- κοπάδια, κάτω από τον εξώστην. Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον και ξεπαγιασμένον ναύτην.

Απεφάσισαν αι γυναίκες εξήκοντα τον αριθμόν, αι μη δυνάμεναι να εξακολουθήσωσι πλέον την οδοιπορίαν να ριφθώσιν κάτω των βράχων και να φονευθώσι κάλλιον ή να πέσωσι εις τους οδόντας των αιμοχαρών λύκων, οίτινες τας εδίωκον· οποία σκηνή!! εκ του ποδός εσφενδόνιζον πρώτον αι δυστυχείς μητέρες τα βρέφη των κάτω εις τα βάραθρα· εκρατήθησαν έπειτα εκ των χειρών, έπλεξαν με ακανθίνους στεφάνους τας κεφαλάς των και ορχούμεναι μία κατόπιν της άλλης εκρημνίζοντο.

Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη, όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα. Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια.

Η χιών είχε πέσει πρόστρατος και έκρυπτε μίαν χαράδραν, η οποία δεν έφθανε μεν βέβαια έως κάτω τον βαθύν βυθόν, όπου επάφλαζε το ύδωρ, αλλ' όμως ήτο βαθυτέρα του ύψους του ανθρώπου: Η νέα γυνή, η οποία εκρατούσε το παιδί της, εγλύστρισε, εβυθίσθη και εξηφανίσθη. Καμμίαν φωνήν δεν ήκουσαν, κανένα στεναγμόν! και μόνον αντελήφθησαν το κλαυθμήρισμα μικρού παιδιού!

Αυτή ήτο επάνω κάτω αυτολεξεί η απάντησίς του. — Οπωσδήποτε, του είπα εγώ, δεν ημπορείς να αρνηθής, ότι η φιλοσοφία είναι ένα ωραίον πράγμα.

Ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός, καταβάς προ μικρού διά να κάμη τον συνήθη περίπατόν του κάτω εις το βαθύ ρεύμα, το κατερχόμενον δι' ελιγμών και βράχων και καταρρακτών εις τον μικρόν Γιαλόν, εξέβαλεν ένα θρηνώδη μυκηθμόν, είτα έμεινεν εξηπλωμένος, απαθής, ακίνητος, δεχόμενος επί των νώτων όλον τον κρύον λουτήρα της καταιγίδος.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν