Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Σωκράτης Αλλ' εκείνον λοιπόν, ο οποίος δεν έχει άλλα πολυτιμότερα από όσα συνέθηκεν ή συνέγραψεν άνω κάτω στρέφων και κολλών τα μέρη αυτών μεταξύ των και αφαιρών, δικαίως θα τον επονομάσης ποιητήν ή λογογράφον ή νομογράφον; Φαίδρος Βεβαίως. Σωκράτης Ταύτα λοιπόν εις τον φίλον σου Λυσίαν εξήγει. Φαίδρος Τι δε; συ πώς θα κάμης; διότι δεν πρέπει καθόλου να ξεχάσης τον ιδικόν σου φίλον.

Λιθόστρωτον ανηφορικόν από κάτω απ' της Σαματρίψαινας το σπίτι έως επάνω εις τον Ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα· κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν' αναβή, εγλιστρούσε διά να καταβή.

Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.

Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.

Διάβασα τα κιουτάπια, και το είδα κει μέσα. Όπου ήρθε ξένη φυλή, κ' έβαλε από κάτω της άλλη, φυλή, θα πη πως η φυλή που ήρθε είταν αξιώτερη, ξυπνότερη, δυνατώτερη. Ειδεμή, πού να βασταχτή, να ριζώση, να πνίξη την ντόπια φυλή! αργά γλήγορα ή καταπονιέται και χωνεύεται μαζί με τους ντόπιους, ή μαζεύει τα καλαμπαλίκια της, και φεύγει. Εμείς όταν ήρθαμε στο Βασίλειο της Ρωμιοσύνης, τι αξιότητα είχαμε!

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

ΔΙΟΓ. Λοιπόν μήπως ήσουν πλούσιος και αφήκες πολλάς απολαύσεις εις την ζωήν; ΠΤΩ. Τίποτε απ' αυτά. Είχα γείνει εννενήντα χρονών επάνω κάτω, εζούσα δε ζωήν δυστυχισμένην και ως μόνον πόρον είχα την ψαρρικήν με το καλάμι και την ορμιάν. Εκτός δε της μεγάλης φτώχειας, ήμουν άτεκνος, ήμουν κουτσός και μόλις έβλεπα. ΔΙΟΓ. Και μολονότι ευρίσκεσο εις αυτήν την κατάστασιν ήθελες να ζης;

Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε. Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές.

Το κύμα ανωρθούτο, επήδα, έπληττε την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ανεπήδα, εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας από της αποθαλασσιές του βορρά, πότε στεναγμούς πόνου και πάθους από την φουσκοθάλασσαν. Κάτω εις το βάθος το άπατον, μυστήριον και σκότος σαλεύον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν