Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Μια μέρα, στα μέσα Ιουνίου, ανέβηκε μέχρι το καλύβι του Έφις. Έκανε πολύ ζέστη και η κοιλάδα ήταν όλη κίτρινη κάτω από έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό. Ο υπηρέτης έπλεκε μια ψάθα στη σκιά των καλαμιών με δάχτυλα που έτρεμαν από τον πυρετό της μαλάριας.
Σηκώθηκε και ξεκίνησε, έπειτα γύρισε πίσω για να πάρει το δισάκι που κρεμόταν σ’ ένα κρεμαστάρι κάτω από το χαγιάτι. Το κρεμαστάρι, καρφωμένο εκεί από αιώνες, ξεκαρφώθηκε και αναπήδησε ανάμεσα στα βότσαλα της αυλής σαν ένα μεγάλο, μαύρο δάχτυλο. Εκείνος ανασκίρτησε. Ναι, έπρεπε να φύγει∙ ακόμη και το κρεμαστάρι ξεκαρφώθηκε για να μην δεχτεί πια το δισάκι του.
Υπερφυή βουνά με περιέβαλλαν, άβυσσοι έκειντο εμπρός μου, και χείμαρροι εκρημνίζοντο κάτω, οι ποταμοί έρρεαν κάτωθέ μου, και δάση και όρη αντηχούσαν και έβλεπα όλες τις αδιερεύνητες δυνάμεις να εργάζωνται και να πλάττουν εις τα βάθη της γης· και επί της γης και υπό τον ουρανόν τα γένη των πολυειδών δημιουργημάτων να φρίσσουν από ζωήν.
Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες; — Όχι. — Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται.
«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. «Είταν πολύ πρωί.
Έπειτα θα προσαρμόζης αυτούς τους αυλούς εις τους ρώθωνας του ταύρου και θα διατάσσης ν' ανάπτουν φωτιάν κάτω από την κοιλίαν του.
Ετίκλωσαν κ' εθόλωσαν όλο το καφενείο μέσα. Ετρεμόφεγγαν σαν καντηλάκια μες τους θολούς καπνούς οι λάμπες πάνω, και δεν καλοξεχώριζαν ένας από τον άλλον κάτω.
Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.
Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του.
Ωχρός σαν το λευκό ατλάζι του γιλέκου του ο μελαγχολικός βασιληάς παρατηρεί με ρεμβώδη επίβουλα μάτια τον παραπολύ φιλόνομο Strafford να προχωρή προς το μοιραίο του τέλος. Κι ο Ανδρέας ανατριχιάζει ακούοντας τα κουνούπια να βουΐζουν στον κήπο και προστάζει την ίδια του γυναίκα να κατέβη κάτω. — Μάλιστα, ο Browning ήταν μεγάλος. Και σαν τι θα τον θυμάται ο κόσμος; Σαν ποιητή; Ά! όχι σαν ποιητή!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν