Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Ο Σβεν τραγουδούσε και γελούσε και λάμπανε τα μεγάλα γαλανά μάτια του. Γιατί να ντρέπεται να τραγουδά, αφού διασκέδαζε ο ίδιος τόσο μ' αυτό κι αφού κιόλας τραγουδούσε τόσο ωραία; Αυτό το είχε πει η μαμά κι όταν εκείνη εύρισκε πως τραγουδά ωραία, έπρεπε να το βρίσκουν όλοι ωραίο.

Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό το ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ' εκύτταζε και γελούσε σαν μαϊμού.

Είκοσι χρονών παιδί, καλή ώρα σαν το Γιαννιό τον αρραβωνιαστικό σου. Ποιο λεβέντης ακόμα. Τον καιρόν εκείνο είμαστε καλύτεροι από τους σημερινούς. Όσο πάει και ξεπέφτει η γενηά. Ας είνε... Ας είχα τα χρόνια του κι' ας ήμουνα κ' ο μισός απ' αυτόν. Γελάς ε; Έτσι γελούσε κ' η μάννα σου σαν της μιλούσαν για μένα. Καλότυχη! Όμορφη και καλή ήτανε μα κ' οι Βενετσάνες ήταν ωμορφότερες.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!

Σήμερα έχομε λειτουργία για κείνους που γεννιούνται, και όχι για κείνους που πεθαίνουν. Καταλαβίγκος; Σήμερον είνε ημέρα για τους ζωντανούς, Ξεροκαταλαβίγκος; Και αμέσως, οπού λες, άλλε μου καλέ, «Χριστός Γεννάται» και πέρνει καιρό. Κ' εφαίνετο το γέλοιο του από δω και πέρα· ώστε γελούσε και το σημάδι του προσώπου του.

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.

Η κυρά του όμως γελούσε πάλι κι εκείνος εξοργίστηκε παρά τη θέλησή του. «Πού είναι το αστείο; Μήπως δεν είναι δυστυχισμένος ο ντον Πρέντου; Μέχρις ότου τον λυπηθείτε, ντόνα Νοέμι…. Κι όμως, είναι καλός

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν