Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα πουλί που μεταναστεύει.
Μόνο και μοναχά τη νύχτα κάποτε σαν αγρυπνούσα, άκουγα το ζεμπερέκι να χτυπάη κρα... κρα .. σα να ήθελε ν' ανοίξη την πόρτα. — Καλώς τον!.. καλώς τον!.. του φώναζα εγώ από μέσα. Μα στη φωνή έπαυε αμέσως το ζεμπερέκι σα να ήταν κλέφτης κ' έφευγε μην τον πιάσουμε.
Αλλοίμονό του δε αν ήθελε καμμιά φορά βοηθήση την φτωχή αδερφή του· ευθύς που το μάθενε, του έψελνε, όσα σέρν' η σκούπα κ' εκείνος έφευγε να μην ακούη· τα έπαιρνε όμως όλα μέσα του και ήταν δυστυχής. Η αδερφή τούλεγε ν' αφήκη μια τέτοια στρίγγλα, εκείνος όμως επροτιμούσε να υποφέρη.
Τι με θέλετ' εμένα; Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάη, εκεί να κοιμηθή. Καμμιά φορά ξεγελειόταν κ' έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε. — Στρώσε να κοιμηθής, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, που θα πας, χριστιανέ μ', στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσης να τσακιστής. Αυτός τίποτε. — Η γρηά περιμένει Καλή σας νύχτα... κ' έφευγε.
Αλλά και δεν έλειπε, κάθε φορά που ήρχετο η «Μπέλλα», να ζητή από τον γαμβρόν του όσα του ώφειλε, την διαφοράν του λογαριασμού των και μάλιστα με θυμόν, ενώ ο γαμβρός του εγελούσε. Αλλά ο καιρός έφευγε και μαζή μ' αυτόν έφευγε και ο Αντωνέλλος. Κ' έβλεπες ένα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο όμως πάντοτε.
Την πήρες στο λαιμό σου κι' αυτή....» του φώναζαν από πάνω από τις πεζούλες. Πήγαινε να μεταλάβη τη Μεγάλη Παρασκευή ο Λαζαράκης, μέσα στο ασκέρι, κι' ο παππάς τον αγριοκύτταζε: «Σήμερα βρήκες και συ, χριστιανέ μου, την μέρα να κοινωνήσης; Δεν ερχόσουν την πρώτη βδομάδα .... » τούλεγε. Και ο Λαζαράκης κατάπιν' έναν αναστεναγμό κ' έφευγε.
Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.
Ο άλλος, γέρος μα δυνατός, με πρόσωπο κατακόκκινο και όλο του το κορμί συνεπαρμένο από ένα τρέμουλο που έμοιαζε ψεύτικο , είχε τοποθετήσει ένα καπέλο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του και πότε πότε έσκυβε για να δει μέσα τα κέρματα. Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα, φορτωμένο με σύννεφα, και ο κόσμος έφευγε.
Η νεάνις εκείνη ήτο η Σαλώμη. Οι πόδες της έβαινον ο είς προ του άλλου με τον ρυθμόν του αυλού και ζεύγους κροτάλων. Οι τορνευτοί βραχίονές της εκάλουν κάποιον, ο οποίος έφευγε πάντοτε, και τον οποίον εκείνη ηκολούθει ελαφροτέρα χρυσαλλίδος ως ψυχή περίεργος και πλανωμένη ετοίμη προς πτήσιν. Τους πενθίμους ήχους του αυλού αντικαθίστων τα κρόταλα. Την πλήξιν διεδέχετο η ελπίς.
Κι ο Δάφνης έφευγε, αφού τους εφίλησε πρώτ' από τη Χλόη για να μείνη απείραχτο το φίλημα εκείνης. Μα κι άλλες πολλές φορές ξαναπήγε εκεί μ' άλλους τρόπους· κ' έτσι ο χειμώνας δεν επέρασε γι' αυτούς δίχως έρωτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν