United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Θαρρώ πως εμέθυσες και θωρείς άλλα των άλλων, είπεν ο Τερερές, προσποιούμενος αδιαφορίαν. — Εκείνο που σου λέω. Για ξάνοιγέ τσοι και θα δης πώς παίζουνε τα μάτια των σαν άστρα ... Να, είδες τηνε πώς του 'χαμογέλασε; Ο Τερερές από κίτρινος έγεινε πράσινος. — Αι! κείντα με γνοιάζει μένα σόλο το ύστερο; είπεν. Αδερφή μου δεν είνε.

Πέρα όμως, μακριά, το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο. Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω.

Οι φλόγες του λυχναριού ελύγιζαν πέρα δώθε, κ' εξεχώριζαν σε διπλές γλώσες γλυκοπράσινες. Η μάνα περίχαρη και γελαστή, — τι μέρα ξημέρωνε αλήθεια! — ανακάτωνε τα λαλάγκια με ταδράχτι, να ξεροψηθούν. Κόκινη κόκινη, φουντωμένη, με ροδισμένο το πρόσωπο από τη φωτιά, μας ξάνοιγε μες απ τον καπνό που σήκωναν οι λιοπυρίνες κ' εχαμογελούσε.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Πηγή. Ο δε Σαϊτονικολής, ακούσας τον θόρυβον, εστράφη και του εφώναξε:. — Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου, να μη βγάλης τα μάτια σου! Και έτρεξε διά να φθάση τον Θωμάν, του οποίου ο όνος, εκταραχθείς από τον θόρυβον, ετάχυνε το βήμα. Η άτοπος φράσις του Σαϊτονικολή επηύξησε την ταραχήν του Μανώλη.

Μαυροφόρα, κουρελλιάρα, με ξερό κίτρινο σαν παλιό μήλο πρόσωπο, η χωριάτισσα κωλόκατσε χάμου στο πάτωμα, απίθωσε στα γόνατά της το τυλιγμένο παιδί της, σπόγγισε με την κίτρινη παλάμη της το μέτωπό της, που μόλις ξάνοιγε μέσ' από τη μαύρη μαντήλα της κι είπε αναστενάζοντας: — Αι!... κοψομεσάστηκα η μαύρη!...

Ένα χρόνο αλάκαιροτι χρονιά είταν εκείνη! — έζησα... όχι! δεν έζησα, μου φαίνουνταν πως άλλαζε η ζωή μου· ξάνοιγε κάθε μέρα, ξεσκεπάζουνταν κάθε μέρα παραπάνω η ομορφιά κ' η ψυχή της· κάθε μέρα με κάθε καινούριο θησαβρό που μου φανέρωνε, έννοιωθα, σαν την αβγή, αγάπη καινούρια να χαράζη. Είταν η Μοιρίτα δική μου· τι δεν κατώρθωνα, τι δεν μπορούσα να καταφέρω για μια τέτοια κόρη!