Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες.
Έσπευσεν αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν. — Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου επίσης.
Κριτίας Πρόδικε και Ιππία, ο μεν Καλλίας μου φαίνεται ότι είναι παρά πολύ υπέρ του Πρωταγόρου, ο δε Αλκιβιάδης εις ό,τι πράγμα ριφθή με τα μούτρα είναι φιλόνεικος, ημείς όμως δεν πρέπει μεταξύ μας να φιλονεικώμεν ούτε διά τον Σωκράτη, ούτε διά τον Πρωταγόρα. Αλλ' όλοι μαζί να παρακαλέσωμεν και τους δύο να μη διακόψουν εις το μέσον την συνδιάλεξιν. — Αφού δε είπεν αυτά, ο Πρόδικος είπε·
— Πού να της βρούμε της λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ' το Βώλο . . . Κ' έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγεν η μητέρα, θα ταίριαζεν αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια . . . Μ' αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει . . . Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών, εφώναξε τον Στάθην, και του είπε·
Χουλά, είναι καιρός διά να παρασταθής εις τον Κατή. Σήκον λοιπόν, διότι δεν ημπορεί να σε καρτερή. Ο Κουλούφ ακούντας τούτο, αναστέναξεν από καρδίας και η γυναίκα του εδόθη εις κλάψιμον· ταλαίπωρε Κουλούφ, του είπε· πόσον ακριβά θέλει σου κοστήσει η γυνή σου.
— Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·
Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθη 'Σ τον λόγον και εκίνησε σιωπηλά 'ς την άκραν Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν Παγαίνοντας προσεύχουνταν 'ς τον βασιλέ' Απόλλων'. Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα.
Η βασιλοπούλα εις τούτα τα λόγια είπε· κράζω εις μαρτυρίαν τον Ουρανόν, ότι δεν βλέπω παρά με μεγάλην μου θλίψιν να αποθαίνουν τόσα βασιλόπουλα.
Και κάθου, και σιώπαινε· 'ς τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοι 'ς τον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν