United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


γ'.) Κανείς μας δεν ταιριάζει να παθαίνεται πάρα πολύ για τα πολιτικά ζητήματα, τα τρεχούμενα. Κανείς δεν πρέπει να χάνει την πίστη του στη δύναμη του Έθνους. Πρέπει να βλέπουμε μακρύτερα. Δε θα χαθεί η φυλή κι αν πέσει ακόμα σε ξένα χέρια. Και να χάσει την ανεξαρτησία του (τη δήθεν ανεξαρτησία του), το τωρινό το κράτος, η Ελλαδούλα, ― η φυλή, δε θα χαθεί. Φτάνει να νοιώσει κάθε Έλληνας την ελληνική του υπόσταση και να περηφανεύεται γι' αυτή. Περήφανος για τη γενιά μου την ελληνική, την ευγενικότατη, χαρούμενος γιατί βλέπω ξάστερα το έθνος μου τυραννισμένο, και φτενό, και εφτάψυχο, έμορφο στη μοναξιά του και στην ερημιά του, και στην εγκατάλειψη, ― μ' αρέσει να χώνουμαι στη ζωή του και να κοιτάζω από τι πέρασε, ― μ' αρέσει να το ξέρω πως τυραννιέται, γιατί θέλω να φανερώσει, πάλι όλη την απέθαντη δύναμη που κρύβει.

Περεχύθηκε στη ζωή μου και σαν τα νερό παντού μεριά τη γεμίζει. Όταν είναι μακριά, άμα δεν την έχω κατάστηθα μπροστά μου, άμα βγη, άμα καθήση με την Ελένη, άμα πάη στον περίπατο, άμα δεν τη βλέπω, το μάτι μου στο κυνήγι και πίσω της η ψηχή μου. Απελπισία και λαχτάρα ώςπου να την ξαναδιώ, ώςπου να γυρίση, ώςπου νανεβώ στην κάμερή της, να σφαλοιχτούμε!

Μίαν ημέραν μετά ταύτα βλέπω μακρόθεν να αρμενίζη ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, και να εξαπλώνω ένα λευκόν μανδύλι εις τον αέρα, κάμνοντας σημείον πως είχα ανάγκην βοηθείας.

Πάγος μονάχος το κορμί του! . . . Όνειρο μαύρο και φοβερό! . . . Τον ονειρεύτηκα πεθαμμένο τον Κωσταντή! . . . Κι ακόμα όνειρο βλέπω, και θαρρώ πως πεθαίνω τώρα και γω! . . Αχ, και να μπορούσα να ξυπνήσω και να γλυτώσω! Να δω τον ακριβό μου στο πλάγι μου και να λαφρωθώ, να ξαναξυπνήσω, να είμαι πάλι στον κόσμο! . . Ως τόσο να την η πόρτα μας! Να το τό σπίτι!

Και όσα γνωρίζω και βλέπω, να τα νομίσω ως άλλα από όσα γνωρίζω αλλά δεν βλέπω, ή δεν γνωρίζω αλλά βλέπω. Θεαίτητος. Σωκράτης. Τότε λοιπόν άκουσε να σου τα ειπώ αλλέως.

Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς.

Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγα, και εστοχαζόμουν, τα οποία μου επροξενούσαν θλίψιν απαρηγόρητον διά πολύν καιρόν. Μίαν ημέραν το λοιπόν, που ευρισκόμουν εις αυτήν την κατάστασιν, βλέπω μίαν άλλην ωραιοτάτην κυράν πλουσίως ενδυμένην με οχτώ δέκα σκλάβες κοντά της, εις μίαν από τες οποίες είπε, θεωρώντας τα ελάφια.

Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου.

Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς. Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω.

ΛΥΚ. Βλέπω, Πολύστρατε, ότι είσαι ρήτωρ και δεν το εγνώριζα• απήγγειλες κατά του έργου μου λόγον και κατηγορητήριον τόσον μακρόν και τόσον δεινόν, ώστε ούτε να απολογηθώ δύναμαι. Επράξατε όμως κάτι τι το οποίον δεν συμβιβάζεται προς τα δικαστικά έθιμα, μάλιστα συ ο οποίος ερήμην κατεδίκασες το βιβλίον μου, χωρίς να παρίσταται κανείς συνήγορος αυτού.