Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ένας γέρος χωρικός Μετρημένος, γνωστικός, Ότι αρχίνησε να νιώση, Πως το τέλος του είχε σώση, Και ποθόντας, μοναχή Τα παιδιά του παντοχή Στη δουλιά της γης να έχουν, Και σ' εκείνη να προσέχουν, Με φιλόστοργη βουλή Μιαν αυγή τα προσκαλείτου θανάτου του την κλίνη· Τέτια διάτα τους αφίνει· Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά.

Ουδέν, λέγομεν, εν τω προσώπω της Λαίδης Μάκβεθ το φυσικόν ή ανεπιτήδευτον. Κατά την ώραν της δολοφονίας πίνει ποτόν μεθυστικόν όπως εξαφθή, ότε δε ο Μάκβεθ λέγει ότι εφόνευσε τους δύο παρακοιμωμένους υπηρέτας του βασιλέως Δώγκαν, λειποθυμεί αύτη. Παρ' ολίγον εφόνευεν αυτή τον Δώγκαν, αλλά δεν ετόλμησε, λέγει, διότι μ' εφάνη πως βλέπω τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο.

Ιδού του μικρού μου δωματίου το παράθυρον, ιδού τα δύο του κοιτώνος των γονέων μου, ιδού... Αλλά διατί έχουν καφάσια τα λοιπά παράθυρα; Μη έχω λάθος ; Όχι... Κατοικείται η οικία μας, κατοικείται υπό Τούρκων ! Εγώ δε εις τους δρόμους βλέπω ως ξένος τους τοίχους της και κατασκοπεύω ως κλέπτης τα παράθυρά της!

Σε μια κι άλλη μεριά του Της λίμνης τ' άσπρα τα νερά τα δόλια δεν προφταίνουν Να το 'ρωτήσουν τι του φταίν' κ' άγρια τα ξεσχίζει. Βογγούν, φωνάζουν, σκούζουνε και μεριασμένα μένουν Κ' εκείνο φεύγει και πετά και σχίζει, πάντα σχίζει, 'Σάν νάθελε σε μια στιγμή εκεί που πάει να φθάση. Μέσα του το γραμματικό καθάρια το Θανάση Βλέπω του καπετάν Μακρή.

Απ' όλα όσα γίνανε και που πολλά απ' αυτά μου φαινόντανε τότε σκοτεινά κι αξήγητα, ένοιωσα πως αυτά είταν η εξήγηση της μοίρας της και της δικής μου και θα είχα απελπιστεί, αν τα έβλεπα τότε όλα τόσο καθαρά, όσο τα βλέπω τώρα.

Τα δένδρα παρεκάλεσαν διά βροχήν. Γνωρίζεις την προς αυτά αδυναμίαν μου· δεν υποφέρω να τα βλέπω διψασμένα. Συ, πλήρωσον τας λαγήνους σου και πέτα εις τας Αθήνας.

ΣΤΑΥΡΟΣ Σας το ζητώ και πάλι για χάρη. Δεν πειράζει αν είναι στη σοφίτα. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν ξέρετε πόσο μ' ευχαριστεί, ν' ανοίγω το πρωί το παράθυρο, και να βλέπω την ανοιχτή θάλασσα τρικυμισμένη κι ανταριασμένη, και βαθιά τον ορίζοντα θολωμένο και συγνεφιασμένο, και να φαντάζουμαι τον ήλιο και να τονέ λαχταρώ.

Κ' εγώ τι γίνομαι; Εφονεύθη μου ο πατέρας, μού ατιμάσθ' η μητέρα, αιτίαις να μου ανάψουν αίμα και νουν, κ' εγ' όλα να κοιμώνται αφίνω, έτοιμον ενώ βλέπω, ωσάν να με ονειδίζη, χιλιάδων είκοσι τον θάνατον εμπρός μου, 'πού, γελασμένοι από λαμπρό φάντασμα φήμης, 'ς τους τάφους των πηγαίνουν ως να ήσαν κλίναις, χάριν μιας σπιθαμής, οπού δεν δίδει τόποντα πλήθη αυτά ν' αγωνισθούν διά να διαλύσουν την διαφοράν τους, και αρκετός δεν είναι λάκκος τα λείψανά τους όλα μέσα του να κρύψη.

Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.

Τότε βλέπω τους Αράπηδες, οι οποίοι ήσαν ανθρωποφάγοι, να σφάζουν τον παχύτερον κάθε τόσας ημέρας, και να τον τρώγουν.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν