Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη: — Δε μπορούμε πια, περπατήσαμε αρκετά, βλέπω μια μικρή βάρκα στην όχθη, ας τη γεμίσουμε κοκοκάρυδα, ας ριχτούμε εμείς μέσα κι' ας αφεθούμε στο ρέμα να μας πάη· ένα ποτάμι φέρνει πάντα σε κάποιο κατοικημένο μέρος. Αν δε βρούμε πράγματα ευχάριστα, θα βρούμε τουλάχιστο πράγματα νέα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει· και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω, ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου· μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω; ΡΩΜΑΙΟΣ Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.
Εκεί βλέπω εις τον θρόνον καθήμενον έναν ενδεδυμένον βασιλικά με κορώναν και με το σκήπτρον και από το ένα μέρος και το άλλο πολλούς γονατιστούς εις σχήμα να τον προσκυνούν και άλλους ορθούς με τα χέρια σταυρωτά, όμως όλοι ακίνητοι και εσυμπέρανα ότι εκείνος ήτον ο βασιλεύς με τους μεγιστάνας του.
Δ’ ΓΥΝΗ Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη, κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες, και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες. Ζ’ ΓΥΝΗ Κ' εγώ επήρα μία απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία την ώραν που κοιμώτανε. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φαίνετ' αυτή τον κάνει που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.
Κι' ένα γυμνό σπαθί χωρίζει τα σώματά τους: «Θεέ! τι βλέπω; Πρέπει να τους σκοτώσω; Τόσον καιρό που ζουν μαζύ στο δάσος, αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θάβαζαν να τους χωρίζη αυτό το γυμνό σπαθί; Και δεν ξέρει καθένας, ότι μια ολόγυμνη λάμα που χωρίζει δυο σώματα, είναι εγγύησις και φύλακας αγνότητος; Αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θα κοιμώντανε έτσι τόσο αγνά; Όχι, δε θα τους σκοτώσω.
Αλλά φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον το γήρας! Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν και τον ήλιον. Το ερωτώ: — Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι; — Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου.
ΔΙΚ. Μου φαίνεται, Ερμή, ότι θέλεις να κάμης χάριν εις κάποιον• όμως αφού το θέλεις ας δικασθούν και αυταί, αλλά μόνον αυταί• διότι όσαι εκληρώθησαν είνε αρκεταί. Δος μου τας μηνύσεις. ΕΡΜ. Η Ρητορική κατά του Σύρου επί κακοποιήσει. Ο Διάλογος κατά του αυτού επί εξυβρίσει. ΔΙΚ. Και ποίος είνε αυτός; Δεν βλέπω να είνε γραμμένον το όνομά του.
Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.
ΚΥΝ. Μη χάνης τας απειλάς σου, ω Ζευ, αφού γνωρίζεις ότι δεν θα πάθω τίποτε παρά μόνον ό,τι η Μοίρα απεφάσισε πριν με απειλήσης• διότι βλέπω ότι και αυτοί οι ιερόσυλοι δεν τιμωρούνται όλοι, αλλ' οι περισσότεροι σας διαφεύγουν, επειδή φαίνεται ότι δεν ήτο πεπρωμένον να συλληφθούν.
Οι Ίωνες, και περιδουλωθέντες, δεν έπαυσαν όμως συνερχόμενοι εις το Πανιώνιον· εις μίαν δε των συναθροίσεων εκείνων, ως ήκουσα, ο Βίας ο Πριηνεύς τοις έδωκεν αρίστην συμβουλήν, την οποίαν εάν ήκουον θα εγίνοντο ευδαιμονέστατοι πάντων των Ελλήνων. «Εισέλθετε όλοι εις τα πλοία, τοις είπεν, άρατε την άγκυραν, πλεύσατε εις την Σαρδώ, κτίσατε εκεί μίαν πόλιν κοινήν δι' όλους και γενήτε ευτυχείς απελευθερούμενοι τοιουτοτρόπως, Διότι νεμόμενοι την μεγίστην των νήσων, θα διοικήτε όλας τας άλλας, ενώ, εάν μείνετε εις την Ιωνίαν, δεν βλέπω πώς θα δυνηθήτε να ανακτήσετε ποτε την έλευθερίαν σας.» Τοιαύτη ήτο η συμβουλή την οποίαν ο Βίας ο Πριηνεύς έδωκεν εις τους Ίωνας αφού υπεδουλώθησαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν