United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΑΧ. Τους είδα, Σόλων, αυτούς τους οποίους λέγεις κωμωδούς και τραγωδούς, αν είνε εκείνοι οι οποίοι φορούν βαρειά και υψηλά υποδήματα, έχουν στολισμένον το ένδυμά των με χρυσάς ταινίας και φορούν εις την κεφαλήν περικεφαλαίας γελοιωδεστάτας και πολύ πλατείας, οι οποίοι ομιλούν μεγαλοφώνως και δεν γνωρίζω πώς κατορθώνουν να περιπατούν ασφαλώς με εκείνα τα υποδήματα.

Και έχωσε μετά ταύτα τους δύο κοντούς και χονδρούς πόδας του μέσα εις τα βαρέα και βαθέα ρωσσικά υποδήματα, σκληρά και άκαμπτα ως εξ ελάσματος σιδήρου, αφού πρώτον η σύζυγός του εξετίναξε την επ' αυτών επικαθημένην κόνιν, καταβιβάσασα αυτά από τινος δοκού της αφατνώτου οροφής, αφ' ης εκρέμαντο όλον το έτος ως δύο γίγαντος πόδες μαύροι, μέχρι του γόνατος κομμένοι.

Διότι εις σε μεν δεν αρμόζει ίσως να φορτωθής τοιαύτα ονόματα, αφού είσαι τόσον ωραία ενδυμένος, και φορείς τόσον ωραία υποδήματα, και έχεις φήμην διά την σοφίαν σου εις όλον τον ελληνισμόν. Εις εμέ όμως δεν υπάρχει καμμία δυσκολία να συμφύρωμαι με αυτόν τον άνθρωπον. Εμέ λοιπόν διαφώτιζε πρώτα και διά χάριν ιδικήν μου απάντησε.

Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά: — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ; Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν.

Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.

Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου. Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.

Και έως που να περάσωμεν όλα εκείνα τα δάση, είδαμεν πολλά, φοβερά και ανεκδιήγητα είδη όφεων και άλλων θηρίων, όμως δεν εφοβήθημεν, επειδή εκείνοι οι κυνηγοί είχον κάποιο λάδι, που είχε μίαν δριμυτάτην μυρωδιάν και έφθανε μακράν έως ένα μίλιον, με το οποίον λάδι οι κυνηγοί έλειφον τα υποδήματά των και τα άρματα αυτών όθεν τα θηρία εκείνα και οι όφεις ευθύς που από ένα μίλιον μακράν ησθάνοντο την μυρωδιάν του λαδιού, έφευγον με μεγάλην ορμήν και φόβον· από το οποίον λάδι μου εχάρισαν αρκετόν εκείνοι, διά να το φυλάττω και το έχω έως την σήμερον.

Εις τους πόδας των έχουσιν υποδήματα επιχώρια, τα οποία ομοιάζουσι με τας εμβάδας των Βοιωτών. Τας μακροκόμους κεφαλάς των δένουσι με σαρίκια και αλείφουσι με μύρα όλον το σώμα. Έκαστος έχει εις τον δάκτυλόν του σφραγίδα και κρατεί χειροποίητον ράβδον.