Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τίποτε, απήντησεν ο Βούγκος, βαρυνόμενος τους πολλούς λόγους, και μη θέλων να δυσαρεστήση τον ξένον. Εν τούτοις ο Βούγκος εγίνωσκε μετά βεβαιότητος ότι εψεύδετο ο ξένος. Λίαν πρωί της προτεραίας, απομακρυνθείς εκ του χαλκείου ο Βούγκος, είχεν ιδεί τυχαίως αυτόν επί ημιόνου καθήμενον και βαδίζοντα προς τα μεσόγεια. Ο Βούγκος δεν είπε περί τούτου λέξιν εις ουδένα, διότι εβαρύνετο να ομιλή.

Εκεί βλέπω εις τον θρόνον καθήμενον έναν ενδεδυμένον βασιλικά με κορώναν και με το σκήπτρον και από το ένα μέρος και το άλλο πολλούς γονατιστούς εις σχήμα να τον προσκυνούν και άλλους ορθούς με τα χέρια σταυρωτά, όμως όλοι ακίνητοι και εσυμπέρανα ότι εκείνος ήτον ο βασιλεύς με τους μεγιστάνας του.

Λέγουσι δε ότι ο Απρίης είχε την εξής ιδέαν· ότι μήτε θεός τις δεν θα ηδύνατο να τω αφαιρέση την βασιλείαν, τόσον ασφαλώς ενόμιζεν εαυτόν καθήμενον επί του θρόνου. Κατά την συμπλοκήν όμως εκείνην ενικήθη και εφέρθη αιχμάλωτος εις την πόλιν Σάιν, εις την πρότερον μεν ιδικήν του κατοικίαν, τότε δε του Αμάσιος.

Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν. Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα.

Με ποίας μαγείας, με ποία μαγγανεύματα, τον εγοήτευσε τόσον τον ορφανόν της υιόν, το υγρόν στοιχείον; Η γαλανάδα της τον εμάγευεν, η γαλήνη της τον ανέπαυεν, η τρικυμία της τον εμέθυε καθήμενον επί βράχου και θελγόμενον από τους αφρούς των κυμάτων, οίτινες πολλάκις ερράντιζον το πρόσωπόν του.

Παρέστησεν αυτόν καθήμενον επί άρματος συρομένου υπό τεσσάρων πανθήρων ως το του Βάκχου• κρατούντα εις την δεξιάν χιλιόπηχυν σύριγγα, δι' ης ενεφύσα τας εντολάς του εις το ους των Προφητών· τίκτοντα εκ της κεφαλής οπλοφόρους δαίμονας, ως ο Ζευς την πάνοπλον Αθηνάν· φιλικώς συναναστρεφόμενον μετά των γραμμάτων του αλφαβήτου, άτινα ήσαν άγγελοι πτερωτοί, και αλέθοντα διά τεραστίας μυλοπέτρας το μάννα, δι' ου κατεσκευάζετο ο διαφανής άρτος των κατοίκων του παραδείσου.

Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν. — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος. Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του: — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.

Η Αϊμά αισθανθείσα ψύχος περί την αυγήν, είχε συσταλή εις μίαν κόγχην και έκλινε την κεφαλήν. Ανοίξασα δε τους οφθαλμούς μετ' ολίγον, εύρεν εαυτήν μόνην, και ανεζήτει τον Πρωτόγυφτον. Αλλ' ούτος είχε γείνει άφαντος ήδη. Η Αϊμά ήλθε μέχρι της θύρας και περιέβλεψε μήπως ίδη αυτόν. Αλλ' ουδαμού ήτο ο Πρωτόγυφτος. Είδε μόνον η Αϊμά τον Πλήθωνα, καθήμενον μακράν του σπηλαίου και εμβλέποντα προς αυτήν.

Τινές δε των ζωγράφων της Ανατολικής Εκκλησίας εφιλοτιμήθηοαν να ζωγραφήσωσι τον Μάρκον τον Ευγενικόν καθήμενον επί του αρχιερατικού θρόνου, βαστάζοντα το ιερόν ευαγγέλιον και την ποιμαντικήν ράβδον, και παρά τους πόδας αυτού κείμενον τον Πάπαν Νικόλαον, ου η τιάρα πεπτωκυία από της κεφαλής κυλινδείται υπό τους πόδας του Μάρκου.

Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν