Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ανεχώρησες, αυθέντα, και σε απεχαιρέτισα μάλιστα σήμερον το πρωί εις την Καπηνήν Πύλην, και μετά την αναχώρησίν σου τόση θλίψις με κατέλαβεν, ώστε, εάν η γενναιοδωρία σου δεν προνοήση, θα αποθάνω εκ των στεναγμών, όπως εστέναξεν η δυστυχής σύζυγος του Ζήθου μετά τον θάνατον του Ιτύλου. — Καίτοι ασθενής ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον γέλωτα.

Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν. Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου. Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.

Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Αν έβλεπε αυτός κ' εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμοντον τάφον. Εγώ έχω τα μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες. — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός. Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν·Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν της. — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.

Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρης παράδες. — Γιατί; — Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρης σίγουρα. — Τώρα το κατάλαβα κ' εγώ, και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλειά να ρίξω ψήφο. — Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας. — Το ξέρω κ' εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.

Οι οφθαλμοί του δεν είχον βλέμμα, τα δε χείλη του δυσκόλως ηνοίγοντο. Και όμως ήθελεν η κυρά Λοξή να τον εξυπνίση ολίγον τον δυστυχή, τώρα μάλιστα ότε επρόκειτο να τον ίδη ο ιατρός. — Είδες πώς τρέχουν οι άνθρωποι από παντού να τον ιδούν, επανέλαβε. Τόσην ώραν προσμένομεν!.. Μεγάλος ιατρός, αλήθεια! θα σε ιατρεύση κ' εσένα, Γιάννη, πρώτα ο Θεός! Ακούς; Αντί πάσης απαντήσεως ο γέρων εστέναξεν: Αχ!

Άμα έφθασαν εγγύς του ακρωτηρίου του αποτελούντος ένθεν την μίαν σιαγόνα του ακρωτηρίου του λιμένος, του κλειομένου υπό δύο ή τριών νησίδων ανατολικομεσημβρινώτερον, η νεαρά γυνή προσήλωσεν ατενώς το βλέμμα εις το βάθος του ορίζοντος, ως να ήθελε να ίδη απώτερον και ευκρινέστερον ή όσον επέτρεπε το ωχρόν φέγγος της σελήνης. — Να ιδώ εκεί πέρα, κ' ύστερα γυρίζουμε, είπε. Κ' εστέναξεν,

Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της, φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της, με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της: — Λαλεμήτρο μου!

Άμα εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας·Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της. — Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος!

Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του. Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν