Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερον δε το ταχύ εβγήκα με αυτόν και με ένα σκλάβον, διά να υπάμε εις το κυνήγι. Και ωσάν εξεμακρύναμεν έως μίαν ώραν δρόμον, ο βασιλεύς ενθυμήθη πως ελησμόνησεν ένα πράγμα πολλά αναγκαίον εις το κρεββάτι του· όθεν γυρίζοντας εις το Κάστρον ξεπεζεύει από το άλογόν του, και μου λέγει να τον καρτερήσω εκεί· και αυτός από μίαν σκάλαν κρυφήν εμβήκεν εις την κατοικίαν της βασίλισσας.

Τρύφαινα και Χαρμίδης. ΤΡΥΦΑΙΝΑ. Ξανακούστηκε να δώσης πέντε δραχμές σε μιαν εταίραν για να κοιμηθής μαζή της κι' έπειτα στο κρεββάτι να γυρίζης απ' τάλλο μέρος, ν' αναστενάζης και να κλαις; Αλλ' ούτε ήπιες με όρεξιν, ούτε έφαγες• διότι και στο τραπέζι σ' έβλεπα που εδάκρυζες και όλη την ώρα δεν έπαυσες να κλαις σαν παιδάκι.

Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση. Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ.

Αχ, Κυρία Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου ! δεν ακούτε ; ελάτε να σας σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο ! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! -κ' έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της αυλής. . . Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία σαν πούπουλο !-και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.

Ο Βασιληάς βλέπει στο κρεββάτι κατακκόκινα τα σεντόνια και στο πάτωμα την ψιλή φαρίνα βρεγμένη από φρέσκο αίμα. Οι τέσσερες βαρόνοι που μισούσαν τον Τριστάνο για την αντρεία του, τον κρατούν στο κρεββάτι, κι' απειλούν τη Βασίλισσα και την κοροϊδεύουν, την περιγελούν και της υπόσχονται καλή δικαιοσύνη. Ανακαλύπτουν την πληγή που τρέχει.

Τώρα που εκατόφυλλο μου άνθισες, τώρα να μου μαδήσης; Αγόρι μου, που ήλπιζα του γάμου το σεντόνι να σύρω από το κρεββάτι σου το νυφικό, του υμεναίου την παπαρούνα να βεβαιώνη βλέποντας, νέας του σογιού μας άνοιξες το ριζικό.

Απερνώντας πολύ καιρός που εζούσαμεν αμφότερα τα μέρη με μεγάλην αρμονίαν, έπεσεν ο γέρων εις μεγάλην αρρώστιαν και βλέποντας που δεν ήτον πλέον διά ζωήν, με έκραξε σιμά εις το κρεββάτι του και μου είπεν.

Θυμάσαι τότε τι χαρά!. .. αντί μαχών και κρότων το &Ησαΐα χόρευε&, κουφέτα και ραχάτι, αντί θουρίων φλογερών τραγούδια των ερώτων, κι' αντί φαράγγων και κρημνών ζεστό ζεστό κρεββάτι. Ω σύννεφα ροδόχρυσα παρθενικής ειρήνης! ω πούπουλα κι' αρώματα της μαλακής μου κλίνης! Θυμάσαι τα παιχνίδια μας και της καρδιάς τους κτύπους!