Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη.
Είπε πως έχει μεγάλη αναιμία και να μείνη κάμποσες μέρες στο κρεββάτι ακίνητη ως ναναλάβη. Την εμπόδισεν εδώ και πέρα να κάνη τον παραμικρότερο κόπο κι ούτε και να συγχίζεται.
— Ο Θεός να μη σ' αξιώση, παιδάκι μου. Εγώ έπεσ' άρρωστη στο κρεββάτι, που το είδα, κ' επιάστηκε σαράντα μέραις η γλώσσα μου. — Και δε μου λες, θεια, υπέλαβεν ο ανεψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας ομήλικος σχεδόν με τον Φάλκον, — πού τον ηύραν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στην σάρρα, πώς δε γλυστρούσαν να πέσουν;
Και ιδού έφθασεν η Μεδινά. Τότε ο βασιλεύς επλάγιασεν εις το βασιλικόν ολόχρυσον κρεββάτι με την Χαλιμάν και η Μεδινά εις άλλο ετοιμασμένον δι' αυτήν.
Κατ' αρχάς τα άπληστα ζώα εξεπλάγησαν, ανήσυχα από την ακινησίαν μου. Εφοβήθησαν και ετράτησαν εις φυγήν. Μερικοί παρέμειναν εις το φρέαρ. Αλλ' αυτό διήρκεσε μόνον μίαν στιγμήν. Δεν εμάντευσα ματαίως την αδηφαγίαν των. Επειδή έβλεπαν ότι δεν εκινούμην, είς ή δύο, οι μάλλον τολμηροί, εσκάλωσαν επάνω εις το κρεββάτι μου και ήρχιζαν να μυρίζουν το σχοινί. Αυτό ήτο το σημείον της γενικής επιθέσεως.
Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.
Η Βεργινία κούνησε το κεφάλι της πως «όχι» Τότε να στρώση την αντρομίδα μπροστά στο κρεββάτι κοντά σου, μήπως και θέλησης τη νύχτα τίποτις. . . Δε φθάνουν οι κουβέρτες Της δίνομε το πάπλωμα κ’ εμείς σκεπαζόμαστε με το νυφικό μας.
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345 'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. Ραψωδία Θ
Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν