Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Τώρα ποιος είναι δυστυχής πιότερον από σένα, ποιόν αγριώτερα δεινά και συμφορές ακολουθούν τώρα στην αλλαγή του βίου; Αλλοίμονον! Του Οιδίποδος κεφάλι πολυτιμημένο, που το ίδιο το λιμάνι σου ’φθασε μέσα του ν’ αράξης πατέρας, σύζυγος, παιδί. Πώς τέλος πάντων, άμοιρε, το πατρικό κρεββάτι σιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξη τόσον καιρό, τόσον καιρό; Αντιστροφή β΄

Τον Βέρθερο τον είχαν βάλει στο κρεββάτι με το μέτωπο σκεπασμένο· το πρόσωπό του, σαν πεθαμένου, δεν έκανε καμμιά κίνηση. Ο πνεύμονας άσθμαινε ακόμη φοβερά, πότε αδύνατα, πότε με περισσότερη δύναμη. Από το κρασί είχε πιη μόνο ένα ποτήρι. Η Αιμιλία Γαλότη ήταν ανοικτή μπρος στο γραφείο του. Για την ταραχή του Αλβέρτου, για το κλάμμα της Καρολίνας δεν μπορώ να πω τίποτε.

Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμέναεσέ φανερωμένα,— γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι, ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα, να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα, και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου, και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.

Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον από καλό τραπέζι, ενώ τα πταίσματά του ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου· και πώςτην Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος ο Ύψιστος; Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου, ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος θα 'μαι, αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του, 'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος; Όχι· οπίσωτην θήκην σου, ω σπαθί · σκέψου να βγης εις άλλον φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον, ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι, ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα· στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση φτερνιαίς τον ουρανόν, και να ήναι κολασμένη μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη όπου θα πέση.

Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο- ίδιο μάτι πούχει κλάψει Κ’ η Λιόλια; Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να την προσέχη. . . Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη: ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο!

Αφού η μάγεισσα έδειρεν εκείνον τον ταλαίπωρον νέον, διά να ευχαριστήση τον θυμόν της, έτρεξε με προθυμίαν εις το παλάτι των δακρύων της, όπου είχε τον αγαπητικόν της, και πλησιάζοντας εις το κρεββάτι, εκεί που ενόμιζε ότι είναι ο αγαπητικός της, εγονάτισεν από το όπισθεν μέρος, και άρχισε να αναστενάζη και με δάκρυα να λέγη· πού είσαι, φως μου; πού είσαι, ζωή μου; έως πότε σιωπάς; αποφάσισες να με αφήσης να αποθάνω από την θλίψιν χωρίς να μου ειπής ακόμη μίαν φοράν ότι με αγαπάς; αχ ψυχή μου, ειπέ μου καν ένα μόνον λόγον, σε εξορκίζω εις την αγάπην μας, διά να με παρηγορήσης.

Θα σας φέρουν απόδειξη κάτι λέξες σαν κρεββάτι, καφές, σπίτι, αρματώνω, κουβέντα και μερικά τέτοια· λέω μερικά, γιατί πολλά δεν είναι· όσοι μιλούνε για ξενισμούς, δεν τους μέτρησαν ποτές και δεν έκαμαν κατάλογο μεθοδικό, να βάλουνε μέσα όλους τους ξενισμούς, μόλον ότι θα είταν, πιστέβω, ένα τέτοιο έργο πιο χρήσιμο πράμα παρά να κάθεται κανείς να λέη πάντα τα ίδια και να κατηγορή τη δυστυχισμένη μας τη γλώσσα που δε φταίει.

Έβαλε να ζεσταθή στο καμινέτο λίγο γάλα, πούπαιρναν κάθε πρωί απ’ την κατσίκα μιας γειτόνισσας. . έπειτα κάθισε κοντά στο κρεββάτι και της τόδωσε της Βεργινίας να το πιεί, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. Η Βεργινία ήθελε να του πη, μα δεν μπόραγε να βγάλη μιλιά-μόλις που κατάπινε.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να, ένας ωραίος επικήδειος. ΜΠΕΛΙΝΑ Πρέπει, Τουανέττα, να με βοηθήσης στα σχέδια μου· θα σ' ανταμείψω· αυτό να το ξαίρης. Αφού, για την καλή μας τύχη, κανείς ακόμα δεν τώμαθε, ας τον πάμε στο κρεββάτι του κι' ας κρατήσωμε μυστικό το θάνατό του ως που να τελειώσω εγώ τη δουλειά μου. Υπάρχουν χαρτιά, υπάρχουν χρήματα, που θα τα σηκώσω, εννοείς, όλα.

Μ’ απ’ τις ανόητες νικημένος ηδονές το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του, Οιδίποδα τον πατροκτόνο, που ετόλμησε στο αγνό χωράφι να σπείρη, της μητρός που ετράφη, μια φύτρα στο αίμα βουτημένη· κ’ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε τους ξώφρενους σ’ ένα κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν