United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο είς εξ αυτών ηθέλησε δια να ξύση τον ασβέστη και παράλυσε από το ένα μέρος Κύριε σώσον! έλεγεν η θεια Ελέγκω κ’ η Λιόλια έπεφτε απάνω της μ’ ανατριχίλες κ’ έρριχνε φοβισμένες ματιές στους άσπρους τοίχους. . . Έχει πολύ μεγάλους Αγίους η εκκλησία μας ! είπε ο εκκλησιάρης, με κατάνυξη. . . και μη θαρρήτε πως επειδή δεν φαίνονται κάτω από τον ασβέστη δεν υπάρχουν εδώ εις τον ναόν πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, δεν θέλουν δια να βλέπουν τας κακίας των ανθρώπων και αποστρέφονται από τα όμματα των Βεβήλων του κόσμου. . . Όταν έρχεται λείψανο σεβάσμιο, κανένα γεροντάκι εν αρετή βιώσας καλοσύνες εν ονόματι Κυρίου ή γυναίκα κάνοντας οβολόν της χήρας στους φτωχούς ή που στεφανώνεται καμμιά τίμια κόρη Παρθένος του Χριστού, τότε ο ασβέστης στους τοίχους γίνεται ανάριος-ανάριος και φαίνονται τα μάτια των Αγίων ωσεί αστέρες του στερεώματος και τα χέρια τους ωσάν κρίνα του αγρού που ευλογούν. . και εις τον θρόνον της εν μέσω την χορείαν των Αγίων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων η Υπεραγία ημών Δέσποινα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, λάμπων ωσεί πύργος δυσθεώρητος ευλογεί μαζί με τον γλυκύτατον Χριστόν. . . Του είχαν έρθη τα δάκρυα τον εκκλησιάρη από τη φτερωμένη έξαρση πούδινε στην ψυχή του η αγία Πίστη. . κ’ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα κοκκινογυρισμένα μάτια του με το μανίκι του.

Αι γειτόνισσαι βλέπουσαι τότε κατά πρώτον από το ερείπιον εκείνο, του οποίου έχασκον απειλητικώς τα παράθυρα ως τέρατος όμματα και το οποίον εσείετο ολόκληρον ως φύλλον εις την ελαχίστην πνοήν του ανέμου, βλέπουσαι να εξέρχηται αντί θηρίων ή ποντικών η αβρά και εύμορφος εκείνη λευκή κόρη εξεπλάγησαν, ως οπτασίαν εκλαβούσαι ή ως υπαρκτήν, την περικαλλή της παρθένου μορφήν, και έκαμνον τον σταυρόν των.

Από έν δελόφρακτον κατέναντι παράθυρον όπισθεν του δεξιού χορού, εφαίνετο το πέλαγος μαύρον και απειλητικόν, ο δε παπα-Λάμπρος στρέφων συχνά-συχνά εκεί τα όμματα, εκύτταζε με τα γυιλιά του τα μεγάλα και σείων την κεφαλήν του εν απελπισία εξηκολούθει την Παράκλησιν. «Των παθών μου τον τάραχον η τον Κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τον κλύδωνα κατεύνασον . . . . .» — Παναΐτσα μου Λημνιά μου!

Και προσέτι, ως και πρότερον είπομεν, αι εικόνες μας εμφανίζονται, και όταν κλείωμεν τα όμματα. Αλλά προσέτι η φαντασία δεν είναι ούτε εκ των πάντοτε αληθευουσών δυνάμεων, οίαι είναι η επιστήμη ή ο νους• διότι η φαντασία δύναται να είναι και ψευδής• λείπεται λοιπόν να ίδωμεν αν είναι δόξα, διότι γίνεται και δόξα αληθής και δόξα ψευδής.

Προσηλών τα όμματα εις την λαμπάδα ή εις το ψαλτήριον το οποίον εκράτει, κρυπτόμενος το κατά δύναμιν όπισθεν των υψηλοτέρων ομηλίκων του, ποτέ δεν ανύψωσε το βλέμμα προς το άπνουν του νεκροκραββάτου φορτίον, ποτέ δεν υπήκουσεν εις την σπαραξικάρδιον προς τους επιζώντας πρόσκλησιν του να δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν εις την σάρκα, εξ ης απεχωρίσθη η ψυχή.

Σιμά εις τούτο κατεγίνετο ο άθλιος και εις την μαγείαν, και εδίδασκε τους πιστούς του πώς να ομιλούν με τους δαίμονας, προσκαλώντας με ασεβή και ανόσια μηχανήματα από τα κατώτατα του Άδου τους πονηρούς δαίμονας, να παρουσιάζονται ολοφάνεροι εμπρός εις τα όμματά τους και να συνομιλούν αναμεταξύ τους ως πιστοί φίλοι.

Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν, αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του και τους ελήστευσεν. — Είνε άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα. Τα παιδία τον εκύτταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησεν εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη και μετέδωκε θάρρος εις τον Αργύρην.

Τα όμματα ενεργούσιν όμως επί του κατόπτρου ως σώμα, εξ ου εξέρχεται απόρροια και διαχέεται επί του μετάλλου, και τούτο δε αυτός ο Αριστοτέλης υποδεικνύει κατωτέρω. Δέχεται εντυπώσεις. Η δύναμις ήτις κρίνει ως κυρίαρχος είναι ο νους. Η δε δύναμις των φαντασμάτων ή εικόνων είναι η αίσθησις ή η φαντασία. Περί του μεγέθους του ηλίου άλλως κρίνει ο νους και άλλως το βλέπει η αίσθησις.

Και αν κυττάζοντες τον ήλιον ή άλλο λαμπρόν αντικείμενον κλείσωμεν τα όμματα, το αντικείμενον, όπερ αμέσως παρατηρούμεν κατά την ευθείαν γραμμήν καθ' ην συμβαίνει να ορώμεν, θα μας φανή ότι το βλέπομεν κατά πρώτον με το αυτό παρόν χρώμα, όπερ έπειτα μεταβάλλεται εις ερυθρόν, έπειτα εις πορφυρούν, έως ου φθάση εις το μέλαν χρώμα και αφανισθή. 5.

— Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . . Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν. Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί, — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία!