Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.

Μισεύοντας το λοιπόν, απ' εκεί ευθύς επήγα να στολισθώ τα καλύτερα φορέματα που είχα, και να καλλωπισθώ διά να αρέσω περισσότερον εκείνης της κυρίας, και εστοχαζόμουν τότε πώς είμαι ο πλέον ευτυχισμένος του κόσμου, αλησμονώντας τελείως την δυστυχίαν μου, και την κατάστασίν μου.

Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλιαδυο να μ' εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, εχαμογέλασε·Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα. Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα.

Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες.

Είδα να κόψη Χάρος του Λάβαν τας γυναίκας, κι' επήγα ως κουμπάρος 'στούς γάμους της Ρεβέκκας. Προσέκλινα το γόνυ 'στήν πτήσιν του Ικάρου, κι' είδα και το σαγόνι εκείνον του γαϊδάρου, Που ο Σαμψών φουκτόνων 'στάς σιδηράς του χείρας διέσπειρε τον φόνον εις Φιλισταίων σπείρας. Επάχυνα με βρώσιν της κόπρου του Αυγείου, κι' είδα την πρώτην πτώσιν του πρώτου Υπουργείου

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν, επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν.

Και όταν εγώ επήγα εις τας Αθήνας, μου διηγήθη τους λόγους που συνεζήτησε με αυτόν, οι οποίοι ήσαν πολύ αξιόλογοι, και μου είπε ότι χωρίς άλλο αυτός θα διακριθή όταν φθάση εις ηλικίαν. Τερψίων. Καθώς φαίνεται, είπε την αλήθειαν. Όμως ποίοι ήσαν εκείνοι οι λόγοι; Σου είναι εύκολον να τους διηγηθής; Ευκλείδης. Όχι μα τον Δία, τουλάχιστον όχι απ' έξω.

Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγα προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίαν ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπα δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα.

ΦΙΛ. Ούτε επήγα, πατέρα, εις την Ολυμπίαν, διά τον φόβον των αναθεματισμένων εκείνων τους οποίους ανέφερα, διότι έβλεπα πολλούς εξ αυτών να πηγαίνουν διά να υβρίσουν τους συνερχομένους διά τους αγώνας και να γεμίσουν από θόρυβον τον οπισθόδομον του ναού με τας υλακάς των, ώστε δεν είδα και εκείνον πώς απέθανε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν