Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Σεπτεμβρίου 2025
Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή: — Ελάτε εδώ! Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν. Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι!
Μετά ταύτα τα λόγια ο βασιλεύς Αϊδήν την εβεβαίωσεν εις την χάριν και αγάπην του, και εις σημείον τούτων την εφιλοδώρησε και με άλλα πολύτιμα και βασιλικά χαρίσματα, επιθυμώντας να ακούση και άλλας περιέργους διηγήσεις και ιστορίας παρ' αυτής.
Διότι το γένος το οποίον απέμενε κάθε φοράν, καθώς είπομεν και πρωτύτερα , απέμενεν εις τα βουνά και αγράμματον, και είχεν ακούση μόνον τα ονόματα των κυριαρχών του τόπου, και εκτός τούτου ολίγα μόνον από τα έργα των.
Όταν είς εκ των φίλων του τον εκάλεσε να μεταβούν εις τον ναόν του Ασκληπιού και προσευχηθούν, Πολύ κουφόν, είπε, νομίζεις τον Ασκληπιόν, εάν δεν δύναται να μας ακούση και απ' εδώ προσευχομένους.
Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούση την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή: — Καλλιά να βγουν τα μάτια σου! Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια.
Όλαι αι προσπάθειαι είναι μάταιαι, διότι ο θάνατος προσεγγίζει, επέρασεν από εμπρός του με την μαύρην του σκιάν, με την οποίαν καλύπτει το θύμα του. Και ακριβώς ηπλούτο επ' αυτού η θλιβερά επίδρασις της αοράτου σκιάς, αν και αυτός δεν ημπορεί ν' ακούση ούτε και να ιδή· του κατέστησεν αντιληπτήν την παρουσίαν της κεφαλής εις το εσωτερικόν του δωματίου.
Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω. Είτα ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ: «Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».
Αυτή λοιπόν, ω κυρία, είνε η ιστορία μου, έως που έφθασα εδώ. Τότε η Ζωηδία του έδωσε την ελευθερίαν διά να υπάγη· αλλ' αυτός την παρεκάλεσε να μείνη διά να ακούση και τας ιστορίας των άλλων· και λαμβάνοντας την άδειαν εκάθησε πλησίον του πρώτου.
Ω! τώρα ήτον ο καιρός να έλθη ο Φαέθων να σας κεντρόνη τα πλευρά, να τρέξετε 'ς την Δύσιν την Νύκτα να μου φέρετε την παχνοσκεπασμένην! Έλα ν' απλώσης τα πυκνά παραπετάσματά σου, ω Νύκτα, και σκοτείνιασε, που τ' αγκαλιάσματά μας να μη 'μπορή να τα ιδή ο Έρως ο δραπέτης , κι ο άνδρας μου να πεταχθή κρυφά 'ς την αγκαλιάν μου, χωρίς κανείς να τον ιδή, κανείς να τον ακούση.
Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν