United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού είπεν αυτά τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και την ακόλουθον ημέραν λέγει του Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει πως έχεις εις το περιβόλι σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν του διηγήθη τα πάντα διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν του βεζύρη του επεθύμησε διά να με ακούση.

Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του, 'πουτην Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».

Διότι δεν πρόκειται ν' ακούση ευχάριστα λόγια. Εγώ, διά ν' αφήσης τον άγιον βωμόν της θεάς, σε ηπείλησα με τον θάνατον αυτού του παιδιού και σε ηνάγκασα να έλθης εις τα χέρια μου, διά να σε σκοτώσω. Και αυτά μεν μάθε ότι είναι αποφασισμένα δι' εσέ. Ότι όμως αφορά εις αυτό το παιδί θα το αποφασίση η κόρη μου, αν θέλη να το σκοτώση, ή όχι.

Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρασουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...

Δεν ανείχετο να ενεργηθή ούτε παρ' αυτού, ούτε παρ' άλλων αδικία και κατ' αυτών των εναντίων του· αδικία δε μεγίστη βεβαίως ήθελεν είσθαι να καταδικάση ο δικαστής άνθρωπον χωρίς προηγουμένως ν' ακούση αυτόν.

Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, προσηύχετο.

Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια, μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη, μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν, μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω, 'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.

Όταν δε κατόπιν έμαθε τα μεταξύ του Στρατή και του Μανώλη γενόμενα, ενόησε τα αίτια της εκτροχιάσεως του υιού του. Και απετάθη προς τον Θωμάν παραπονούμενος διά την διαγωγήν του Στρατή, όστις έπρεπε να μη λησμονή την απειρίαν του Μανώλη και, αντί να παίρνη φωτιά από το κάτω πάτημα, να τον οδηγή και να τον συμβουλεύη. Αλλ' ο Θωμάς δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε, εξ εναντίας επεδοκίμασε τον υιόν του.

Απεκρίθη ο βεζύρης, και λέγει· λοιπόν η βασιλεία σου προτιμά καλύτερον την ζωήν ενός επιβούλου παρά την ιδίαν της; Παρακαλώ την βασιλείαν σου να με ακούση χωρίς αγανάκτησιν· δεν είναι φθόνος βασιλέα μου, που με κινεί να σου προβάλω τέτοιαν υπόθεσιν, αλλά ο ζήλος και το χρέος που έχω προς φύλαξιν της ζωής σου· επειδή και μικρά υποψία διά την ζωήν του βασιλέως γίνεται μεγάλη υπόθεσις· και οι πολιτικοί νόμοι διορίζουν εις τέτοιαν υποψίαν της ζωής του βασιλέως να θυσιάζεται καλύτερον ο άπταιστος, παρά με την πρότασιν της αθωότητος να φυλαχθή ο επίβουλος και πταίστης ατιμώρητος, και ας βεβαιωθή εις τους λόγους μου η βασιλεία σου, ότι δεν είναι υποψία, αλλ' επιβουλή κατασκευασμένη και προμελετημένη διά να σου σηκώση την ζωήν· όθεν πρέπει χωρίς αναβολήν να τον αποφασίσης εις θάνατον, διότι δεν ηξεύρομεν τι τέξεται η επιούσα, προτού δηλαδή να βάλη εις έργον αυτός την επιβουλήν του· και υπόσχομαι την ζωήν μου, αν αυτοί οι λόγοι μου είναι ψευδείς.

Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του: Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι. Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά: Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης.