Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Την νύκτα ο κύριός της έβαλε τα φορέματά του έξω από το δωμάτιόν του διά να τα καθαρίση ο υπηρέτης, η δε δραχμή έπεσεν εντροπιασμένη εις το πάτωμα, χωρίς κανείς να την ακούση ή να την ιδή. Την αυγήν ο ταξειδώτης έβαλε τα φορέματά του και ανεχώρησε δι' άλλα μέρη, η δε δραχμή έμεινεν εις το πάτωμα.
Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.
Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν.
Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο; Το πρόσωπον του τυφλού έγινεν ιλαρώτερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούση ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετόν διά να εννοήση ότι έσυρε τον χορόν ο Μανώλης. — Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανώλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.
Πήγε κι ο Ηρώδης ο Αττικός μια φορά στη Σμύρνη να τον ακούση. Την πρώτη μέρα έγινε, λέει, ο Πολέμωνας «Δημοσθένης» και τάβαλε με τον ρήτορα Δημάδη. Θέμα της δευτέρας μέρας είταν «η των τροπαίων κατάλυσις», και της τρίτης «η της Αθηναίων δημοκρατίας αποκατάστασις». Και σαν τάκουσε όλ' αυτά ο Ηρώδης το θάρρεψε χρέος του να του στείλη ανταμοιβή 150 χιλιάδες δραχμές αττικές.
Και αυτό το ενύπνιον την έβαλεν εις φαντασίαν πως και οι άνδρες το όμοιον είναι άσπλαγχνοι εναντίον των γυναικών, και διά τούτο δεν ήθελε να ακούση, ούτε να ιδή άνδρα τινά. Όθεν αυτή η απελπισία επροξένησε τον θάνατον του υιού του βασιλέως μας.
Αφού το στρατήγημα τούτο απέτυχε, ένας των καλητέρων φίλων του Φέγγονος, σκεπτόμενος ότι ο Αμβλέτος θα άνοιγε την καρδίαν του εις την μητέρα, εσυμβούλευσε τον Φέγγονα να αναχωρήση, και εις την απουσίαν του έκαμεν ώστε ο Αμβλέτος να κλεισθή με την Γερούθην εις το δωμάτιόν της, ενώ αυτός έμενε κρυμμένος όπισθεν του παραπετάσματος διά να ακούση όλην την ομιλίαν των.
Εκεί στοχαζόμενος την δυστυχίαν μου, άρχισα να κελαδώ τα πάθη μου με μίαν φωνήν πολλά παθητικήν, κυττάζοντας πάντα τα παράθυρα της αγαπημένης μου. Αυτή ακούοντας ένα λάλημα τοιούτης λογής θλιβερόν και νόστιμον, εβγήκεν εις το παράθυρόν της διά να με ακούση καλά, και εγώ βλέποντάς την ακολουθούσα με περισσοτέραν ισχύν το θλιβερόν μου λάλημα, ωσάν πως να της έδιναν να καταλάβη τον πόνον μου.
Αφού ο Γιάννος ήθελε να φύγουν, αφού της είπεν ότι η αθωότης ρυπαίνεται μένουσα εις την διαφθοράν, δεν ήτο ανάγκη να ακούση τίποτε άλλο.
Η ανάμνησις του «μεγάλου σκοτιδιού» εφάνη ως να ηλέκτρισε τον Καπετάνιον. — Εγώ το θυμούμαι το μεγάλο σκοτίδι, είπε. Θάμουνε οκτώ χρονώ. Όλοι εστράφησαν με προσοχήν και περιέργειαν μεγάλην προς τον γέροντα, ο δε Σμυρνιός διέκοψε και αυτός την εργασίαν του διά ν' ακούση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν