Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Διότι ο άνθρωπος όστις αισθάνεται υπερβολικήν χαράν, ή και υπό C. | λύπης ευρίσκεται εις την εναντίαν κατάστασιν, σπεύδων άλλο μεν να συλλάβη ουχί εις κατάλληλον καιρόν, άλλο δε να απο- φύγη, δεν δύναται ούτε να ίδη ούτε να ακούση ορθώς κανέν πρά- γμα, αλλά λυσσά και δεν έχει πλέον την δύναμιν να κάμνη χρή- σιν του λογικού.
Η Αγιωσύνη Σου ας κρίνη το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξη τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δόσε μου και Συ την ευκή Σου». Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πη μήνες μες στο καλύβι μας, και γι' αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπορούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα.
Κι' οι διο στρατοί, όπως κόβουνε αντικρουστοί τους όργους οι θεριστάδες σε βαθύ χωράφι νοικοκύρη, στάρι η κριθάρι, και πυκνά τα χεροβόλια πέφτουν· έτσι κι' αφτοί ίσα ρίχτηκαν και σφάζουνταν με λύσσα 70 δίχως κανείς κατάρατο φεβγιό να συλλογιέται.
Σκύλλα! πανούργα! Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Λύσσα με πιάνει! Παληογύναικο, πήγαινε σ' όλους τους διαβόλους. Είνε σωστό ν' αφίνουν ένα δυστυχισμένον άρρωστο έτσι ολομόναχο; Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Πόσον είμαι αξιολύπητος! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Αχ, Θεέ μου! θα μ' αφήσουν να πεθάνω εδώ μέσα! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν! ΑΡΓΓΑΝ Αχ! σκύλλα! αχ! κάθαρμα!
Εφαινότανε γελαστός και χαρούμενος, αν όμως κανένας επρόσεχε θα εδιάκρινε κάποια ανησυχία στα κινήματα και περισσότερο στα μάτια του τα κατάμαυρα που, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εβυθιζόντανε, πότε πότε, στη σκοτεινιά μέσα, σαν να τηνε διαπεράσουν. Οι χωρικοί επέσανε στα φαγιά με λύσσα, χωρίς όμως ν' αφήκουν και την κουβέντα.
Ω, μακάριοι που πεθαίνουν, πριν να δούνε όσα η πόλις μαύρα κι άραχλα παθαίνει σαν δαμάζεται: εδώ σφάζουν, κει τραβούνε, άλλα καίνε και τα πάντα καπνός χραίνει κι ο θεός του ολέθρου ο Άρης, που δριμώνει μ’ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.
Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρό — κουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια. — Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του. — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού. Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του.
Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.
Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240
Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η λύσσα εις το χωρίον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν