Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας.
Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωί 'ς το βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »
— Νικολάκη δεν το λέγανε αυτό το παιδί; — Ναι. Μα τώρα έγεινε καπετάν Νικολάκης. Η κόρη εδώ μόλις εκράτησε την φωνήν της να μη εκραγή εις χαρμόσυνον ανακραύγασμα. — Λοιπόν το νόστιμον είνε τούτο, επανέλαβεν ο πρώτος ναύτης, επιτηδευόμενος τον ταξειδεύσαντα εις Αγγλίαν και επιδεικνύων τα αγγλικά του, τα οποία δεν επροχώρουν πλέον των δύο αυτών λέξεων.
Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μυρέων, άγριος και απειλητικός, εμφανισθείς εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.
Βαθειά εκράτησε σιγή• και όλα τα ποτήρια πάλι ξαναγεμίσανε από κρασί της Βίβλου• στην ίδια εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στο χώμα μια συντροφιά περιστεριών, που άφοβα φωλιάζουν εις του Λοξία το ναό• μόλις τα περιστέρια εδοκιμάσαν το κρασί, καθίζοντας στα χείλια του ποτηριού, το ρούφηξεν ο φτερωτός λαιμός τους: αλλά δεν πάθαν τίποτε απ' το κρασί που ήπιαν• μα εκείνο, που εκάθισε στου νέου το ποτήρι και ρούφηξεν απ' το πιοτό, το φτερωτό κορμί του ταράχθηκε, σπαρτάρισε, και άρχισε να βγάζη τρελλές και θλιβερές κραυγές• οι σύνδειπνοι απορούνε γι' αυτούς τους πόνους του πουλιού, μα εκείνο σπαρταράει, τα πόδια τα κοκκινωπά ανοίγει και πεθαίνει.
Ό δε Αμπτούλ τους εδέχθη με μεγάλην τιμήν, και τους εφιλοδώρησε με μεγάλην γενναιότητα, και τους εκράτησε διά να γευματίσουν· και εις το αναμεταξύ, που εγευμάτιζαν, ο βεζύρης με εύμορφον τρόπον έβαλεν εις το ποτήρι που έπινε μίαν σκόνιν, ο οποίος πίνοντάς την έπεσεν ευθύς ωσάν αποθαμμένος.
Αυτός λοιπόν, που δεν εκράτησε τους όρκους του, θ' αδιαφορήση να τιμωρήση κ' εσένα κι αν πας με γυναίκες πιο πολλές κι από τα καλάμια του σουραυλιού σου. Μα εσύ ορκίσου με στο κοπάδι τούτο και στη γίδα εκείνη, που σ' ανάθρεψε, πως δε θ' αφίσης τη Χλόη όσο σου μένει πιστή· κι αν φανή ψεύτρα σ' εσένα και στις Νύμφες, να την αποφεύγης και να τήνε μισής και να τη σκοτώσης σαν λύκο.
Η κόρη, άμα ήκουσε ταύτα, ηθέλησε να τον συλλάβη, αλλ' ο κλέπτης εν τω σκότει τη έδωκε την χείρα του νεκρού. Και εκείνη μεν εκράτησε ταύτην, νομίζουσα ότι κρατεί την χείρα αυτού του ιδίου· ο δε κλέπτης, αφήσας αυτήν, εξήλθε της θύρας και έφυγεν. 6.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν