United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του! Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα!

Τον ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, ταηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στακρογιάλια τασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τόμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του.

Τα τραγούδια που έτρεχε ν' ακούση εκεί ο λαός τίποτις ιερό δεν ξέρανε μήτε όσιο· όλα ταρμάθιαζαν ολοστρόγγυλα κι ολόγυμνα. Μα και γυναίκες κολυμπούσαν ολόγυμνες εκεί μέσα, σα θέλανε να παραστήσουνε τις Νεράιδες.

Του έδωσε γλυκίσματα κι ο Σβεν είταν υπερευχαριστημένος γιατί νόμιζε πως όλοι οι άνθρωποι εκεί ξέρανε πως πρώτη φορά έκοψε τα μαλλιά του. Έπειτα γύρισε με τη μαμά στο σπίτι κι όταν φτάσανε στην αυλή, άφησε το χέρι της κ' έτρεξε όσο μπορούσε γλήγορα μέσα στον μπαμπά. Στάθηκε μπρος στο τραπέζι, έβγαλε τα καπέλο του και λησμόνησε πως δεν έπρεπε να ενοχλή τον μπαμπά όταν εργάζεται.

Μαστρο- Γιαλής και πάλε Μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώση με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη.

Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κιωραίο χωριό με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα ταγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάμανε μεγάλες χαρές και δε ξέρανε πως να με ευχαριστήσουν.

Ο κόσμος περνούσε ακόμα, πιο λιγοστός. Άλλοι γύριζαν πάλι απ' τον περίπατό τους με βήμα αργό και κουρασμένο. Και μου φαινότανε πως όλοι με κύτταζαν και κρυφογελούσαν για την ανοησία μου, σαν να ξέρανε το κάμωμά μου. Ο ζητιάνος ήτανε ακόμα καθισμένος στη ρίζα της πιπεριάς. Μου φάνηκε πως με κύτταζε κι' αυτός και κρυφογελούσε για τη δειλία μου.