Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ 'Σ τον δρόμον ευρισκόμεθα· εδώ περνά ο κόσμος· ή τραβηχθήτε πούποτε παράμερα, ή 'πήτε αγάλια, όσα έχετε να 'πήτε μεταξύ σας, ή ησυχάσετε. Εδώ ο κόσμος όλος βλέπει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τα μάτια τάχει ο καθείς να βλέπη, και ας βλέπη! Δεν το κουνώ από εδώ εγώ διά κανένα. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Καλά! Μαζή σου ο Θεός! Ο άνθρωπός μου να τος. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Αν άνθρωπός σου ήν' αυτός, να κόπτης τον λαιμόν μου.
Κι άμα πια σαν κρύφτηκαν στον πρώτο κάβο πέρα αγάλι' αγάλια τα μαύρα πλευρά του βαποριού, και χάθηκαν τ' άσπρα μαντηλάκια, κ' η θάλασσα απόμεινε σαν πρώτα ελεύθερη και γαλάζια, πικρά σάλευσε τότε όλος εκείνος ο σωρός από μαννάδες και γυναίκες, απ' αδερφές, απ' αρραβωνιασμένες κι αγαπητικές, από ξαδέρφες και κουμπάρες, που από κείνη τη βραδιά θ' απόμειναν σα γύριζαν στα χωριά τους χρόνια ολάκερα μοναχές, και χωρισμένες από τα λεβεντόπαιδά τους, που ξενητεύουνταν πρώτη φορά από τον τόπο τους, που έφευγαν για το στρατό.
Από κει ως της Κεχρεαίς κι' ως την Αγίαν Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι- αγάλια με το πανάκι. Κι' απ' την Αγία Ελένη κι' εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ'ντάρουμε... — Ε, ύστερα; — Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άι-Σώστη.
Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ' εμένα τα ματογιάλια του και μ' ερώτησε αγάλια αγάλια : — Ο Πύρρος, παιδί μου; — Μπύρρ' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων. Ο Σκεντέρμπεης.... Δεν επρόφτακα ν' αποσώσω τ' όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων οπού χούμησαν απανωτοί κ' εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.
Γιατί τάχατις να είναι τόσο ανήξερες οι γυναίκες; Εμείς αμέσως, με μιας αγαπούμε, σαν την αστραπή που σε καίει πριν ακόμη να σ' αγγίξη. Εκείνες, καιρός τις χρειάζεται, καιρός! Είναι σαν τα λουλούδια η αρχοντιά τους· αγάλια αγάλια· θέλουν ώρα να ξανοίξουνε. Νανουρίσματα και τραγούδια, χάδια μέλι γεμάτα, λόγια γλυκά λόγια, τι ήθελε; να της το δώσω!
— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.
Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ' εμένα τα ματογιάλια του και μ' ερώτησε αγάλια αγάλια: — Ο Πύρρος, παιδί μου; — Μπύρο' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων. Δεν επρόφτακα ν' αποσώσω τ' όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων όπου χούμησαν απανωτοί κ' εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εμπρός! Του κάκου τον ζητούμεν, ανίσως δεν επιθυμή να ευρεθή εκείνος. Ο κήπος του Καπουλέτου. ΡΩΜΑΙΟΣ Όποιος δεν έπαθε πληγήν, γελά τον πληγωμένον! Αγάλια! 'ς το παράθυρον τι φως εκεί προβάλλει; Ανατολή επρόβαλε, κ’ η Ιουλιέτα ήλιος! Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην. Ιδέ την απ' την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει, διότι συ την ξεπερνάς 'ς την δόξαν και 'ς τα κάλλη.
Ας είνε· Παίρνω ένα μονόξυλο, τη βάζω μέσα την καλή σου, κι αγάλι' αγάλια αμπώχνοντας πήραμε τις καλαμιές της ακρολιμνιάς. Του λόγου της τραγούδαγε, εγώ είχα και το νου μου γύρω μου, για κάνα παπί, γιατ' είχα πάρη κ' ένα δίκαννο μαζί μου. Ύστερ' από λίγο απόστασα, άφησα το δίκαννο κι έκατσα κοντά της. Είμουνα αΰπνωτος, δε μπόρεσα να υπνώσω την περασμένη νύχτα και σάμπως κι αποκαρώθηκα.
Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντροπαλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κ' η φωνή μου σε χαδέβει. — Λέλα, μη σου φανή ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πης; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλο — ίσως κανέναν που αγαπάς; — Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν