United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένην καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Και τόχει, λέει, μεγάλο καημό η γριά. Κ' ήρθε, λέει, η κακόσυρτη στο κελλί και τον παρεκάλειε τις προάλλες να πάη και να τη μεταπείση, να μην τουρκέψη κιόλας η ανιψιά της. Μα δεν το θάρρεψε ο Εφημέριος γνωστικό νανακατευτή ώσπου να πάψη η μάχητα που τους έτρωγε τώρα. — Να πάμε να τη δούμε αυτή τη γριά, λέει ο Επίτροπος. Απόψε κιόλας.

Κατιτί άλλο μ' απασχολούσε τώρα. Τι μ' έμελε κιόλας την ώρα αυτή αν η γυναίκα μου προσευχότανε στο θεό ή όχι. Τι μ' έμελε αν στοχαζότανε τούτο ή εκείνο. Εκείνα που είπε με χτυπήσαν ίσα στην καρδιά.

Εκείνος έκανε νόημα πως ναι, έπειτα σκέπασε το κεφάλι με το χράμι και εκεί κάτω του φαινόταν πως ήταν κιόλας νεκρός, αλλά, παρόλα αυτά, χαρούμενος για την καλή τύχη των κυράδων του. Και η Νοέμι σηκώθηκε νωρίς.

Οι αδικίες του φαρμάκωναν όλη τη χώρα. Τίποτις δεν το είχε να παραδίνη αθώους στα βασανιστήρια με την παραμικρή αφορμή. Άρχισε πρώτα ο Συνέσιος με το καλό και με τις συβουλές. Βλέποντας πως δεν έβγαινε τίποτις, παρά πως χόλωνε κιόλας ο Αντρόνικος που πήγαινε ο Ιεράρχης και παρηγορούσε τα θύματά του, αποφασίζει ο Συνέσιος και τον αφορίζει.

Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.

Τον είχε διορισμένο εκεί ο Βασίλειος. Αντίς όμως να μείνη και να δείξη πως δύνεται και σε τέτοιο μικρό μέρος να κάμνη τα μεγάλα έργα της αγιωσύνης, στενοχωρέθηκε, και θύμωσε κιόλας με τον πολύτιμο φίλο του. Έγραψε μάλιστα και στίχους απάνω σ' αυτή την υπόθεση, αφού είταν και ποιητής. Έφυγε τέλος, και πήγε στην Επισκοπή του πατέρα του, τη Ναζιανζό.

Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθεέλα, Χριστέ και Παναγιά!

Αυτός ήταν τόσο απελπισμένος που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, αλλά έσκαψε εκεί που η κυρία είχε ονειρευτεί και τώρα είναι τόσο πλούσιος που μπορεί να δίνει είκοσι χιλιάδες λιρέτες σε μα γυναίκα….» «Γιατί δεν παντρεύτηκε εκείνη που ονειρεύτηκε την πετρελαιοπηγή; Μήπως ήταν κιόλας παντρεμένη;», ρώτησε σκεφτικός ο Έφις.

Η μια πνεματική, που τον ξανάνιωσε κιόλας, η άλλη υλική, που λες και τονέ στέριωσε ανάμεσα στα μανιασμένα τα κύματα. Η πρώτη θεϊκή, ανθρώπινη η δεύτερη. Ο Χριστιανισμός, κι ο Μεγάλος ο Κωσταντίνος. Μα ίσως τρέχουμε.