United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζης και θα σε λυώσω στο τσίμπημα! » Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πούντος ο Γιάνης; Αμ' η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πούν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξη, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί είταν και θα ραγίση!

Εκεί απάνω, ξεφύτρωσαν κι ως πεντακόσοι καλόγεροι από τη Νιτρία, που δίχως άλλο βάλανε χέρι κι αυτοί, αφού ένας τους πετροβόλησε κιόλας τον Έπαρχο. Μέσα σ' αυτή την οχλοβοή πρέπει να βρήκε η Υπατία το τέλος της.

Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει «Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, 510 αν άλλοςπου μπορείθεός σηκώσει και τους Τρώες

Οι αδελφές της την βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Η ντόνα Έστερ πήρε το χαρτί, με το χέρι έξω από το σάλι∙ η ντόνα Ρουθ άναψε το λυχνάρι επειδή είχε κιόλας νυχτώσει. Κάθισαν και οι τρεις στον πάγκο και η Νοέμι, ήρεμη και ψυχρή, ξαναδιάβασε με δυνατή φωνή το χαρτί.

Και τότε μπορεί να μην πιστέψης εκείνο που βλέπω. Με κοίταζε όλην την ώρα φοβισμένη, σα να νόμιζε πως θα της αντιλογήσω. Μα δεν το κάνω ποτέ. Δεν το γνωρίζω κιόλας ο ίδιος τι πιστεύω. Έχω πάθει τόσο φοβερούς κλονισμούς, που δεν τολμώ να πω τι είναι πραγματικότητα και τι φαινόμενο στην πείρα των άλλων.

Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...