United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειπέ μου, Μεφιστοφελή, πού να κυττάξω πρώτον; προς ποίους πόντους να ιδώ των ουρανίων φώτων; οδήγησέ με 'γρήγορα πώς να στραφώ και πού; να στρέψω προς τον Λέοντα ή προς την Αλεπού; 'στόν Υδροχόον να χωθώ και ύστερ' απ' εκείνον προς τον Τοξότην προχωρών να φθάσω 'στόν Καρκίνον, και 'στήν Παρθένον απ' εκεί, εκ ταύτης δε 'στόν Ταύρον, και να καθίσω αναιδώς 'στό κέρας του το γαύρον, ή του Πηγάσου επιβάς και του Κυνός της Θήρας να τρέξω 'στό υπέρλαμπρον νεφέλωμα της Λύρας, εκείθεν δε παραληρών να συγκρουσθώ κατόπιν μαζί με τον Ωρίωνα και με την Κασσιόπην, προσβλέψας δε και της Αργούς τον κλασικόν αστέρα τον ποταμόν Ηριδανόν να πλεύσω πέρα πέρα, κι' ιππεύσας τον Μονόκερων με οίστρου παραζάλην να 'βρώ την Άρκτον την μικράν κοντά εις την Μεγάλην, του Μαγελάνου τας ωχράς κι' ατμοειδείς νεφέλας, τον Κύκνον και τον Κένταυρον και του Βορρά το Σέλας, ή 'στόν Σκορπίον έπειτα ολίγον να σταθώ εκ φόβου μήπως υπ' αυτού κρυφίως κτυπηθώ, και διαρρήξας του Ζυγού τους κρίκους και τας πέδας ν' αναπαυθώ έν τέταρτον επί της Ανδρομέδας, θαυμάσας δε την άλκιμον του Ηρακλέους ρώμην και κρεμασθείς εις την μακράν της Βερενίκης κόμην, ως οδοιπόρος αχανούς κι' ατελευτήτου δρόμου εις τον αστέρα του Σταυρού να κάνω τον σταυρό μου; Ποίους φωτός Ωκεανούς ο νους μου διαβλέπει... αλλ' όμως εξημέρωσε και τρεμοφέγγ' η Πούλια, οι άνθρωποι εξύπνησαν, ακούω το σαλέπι, και οι μανάβηδες πουλούν δαυκιά και παραπούλια,

Προσέχετε λοιπόν, ως να επρόκειτο να περάσωμεν ημείς οι τρεις ένα ορμητικόν ρεύμα ποταμού, και εγώ, επειδή είμαι ο νεώτερος από όλους και έμπειρος πολλών ρευμάτων, σας έλεγα ότι πρέπει να δοκιμάσω μόνος μου, αφού σας αφήσω εις μέρος ασφαλές, και να ιδώ αν ημπορήτε να τον περάσετε και σεις, που είσθε γεροντότεροι, ή ποία είναι η κατάστασίς του, και αν μεν τον θεωρήσω διαβατόν να σας προσκαλέσω και να σας συντροφεύσω εις το πέρασμα με την εμπειρίαν μου, εάν δε είναι αδιάβατος, σχετικώς με την ηλικίαν σας, εις εμέ να περιορισθή ο κίνδυνος, τότε άραγε δεν θα ωμιλούσα ορθώς; Το ίδιον λοιπόν και τόρα ο προκείμενος λόγος είναι κάπως ορμητικός και ίσως σχεδόν αδιάβατος σχετικώς με την δύναμίν σας.

Αφού λοιπόν αντήλλαξα μαζί των τους θερμοτέρους χαιρετισμούς, ύστερ' από τόσον καιρόν που είχα να τους ιδώ, εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του λέγω: Αγαπητέ μου, να σε παρουσιάσω εις τον Ευθύδημον και τον Διονυσόδωρον, ανθρώπους αληθινά σοφούς όχι εις μικρά και ασήμαντα πράγματα, αλλά εις τα σπουδαιότατα· διότι γνωρίζουν κατά βάθος όλα τα μυστήρια της πολεμικής τέχνης, όσα χρειάζεται να γνωρίζη ένας που θέλει να γίνη καλός στρατηγός, να διοική ένα στράτευμα, να το παρατάσση εις μάχην, και να το καταστήση εν γένει εμπειροπόλεμον.

Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.

Μήπως θέλεις να ειπής αυτό το οποίον και εγώ υπωπτεύθην την ώραν που το ελέγαμεν ότι είναι τοιούτον; Ότι δηλαδή εγώ ενώ γνωρίζω τον Σωκράτη, αν ιδώ από μακράν κανένα τον οποίον δεν γνωρίζω, τυχαίνει κάποτε να τον νομίσω ότι είναι ο Σωκράτης, αυτόν τον οποίον δεν γνωρίζω; Διότι πραγματικώς εις αυτήν την περίπτωσιν συμβαίνει αυτό το οποίον λέγεις. Σωκράτης.

Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω ψεύτην.

Και βλέποντας τέτοια παράδοξα, χωρίς να ιδώ παντελώς κανέναν άνθρωπον ζωντανόν, συνεπέρανα ότι όλοι οι άνθρωποι εκείνης της πόλεως ήσαν μεταμορφωμένοι εις λίθους. Έπειτα προβαίνοντας παρεμπρός εύρον μίαν ευρυχωροτάτην πλατείαν εις το μέσον της πόλεως· εκεί είδα ένα ευμορφότατον παλάτι, του οποίου η θύρες ήσαν από μάλαμα καθαρόν και συνεπέρανα ότι ήτο το παλάτι του βασιλέως εκείνης της πόλεως.

ΓΛΟΣΤ. Να ιδώ, να ιδώ. Ελπίζω, χάριν του αδελφού μου, ότι μου τα έγραψε μόνον διά να με δοκιμάση. Α! Συνωμοσία! «Ν' αποκοιμηθή, έως ου να τον εξυπνίσω». — Θα εγίνετο ιδική σου η μισή του περιουσία. — Ο Έδγαρ, ο υιός μου! Είχε χέρι να τα γράψη αυτά! Είχε καρδιάν να τα σκεφθή! — Πότε το έλαβες αυτό; Ποίος σου το έφερε; ΕΔΜ. Δεν μου το έφερε κανείς. Εδώ ήτον η τέχνη.

Μετά την αναχώρησίν των ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην του και έγραψε προς την Λίγειαν την εξής επιστολήν: «Θέλω, ανοίγουσα τους ωραίους σου οφθαλμούς, θεσπεσία μου, να εύρης μίαν καλημέραν εις την επιστολήν ταύτην. Διά τούτο σου γράφω απόψε, πριν κοιμηθώ, αν και θα σε ίδω αύριον. Ο Καίσαρ αναχωρεί εντός δύο ημερών εις Άντιον, και εγώ, φευ! είμαι ηναγκασμένος να τον συνοδεύσω.

Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα: — Να ιδώ το καματερό σας πλειο! — Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα.