United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέθηκε τας δύο του χείρας επί της κόμης της Λιγείας και την ηυλόγησε. Το πρόσωπόν του ήστραπτεν εκ θείας αγαθότητος. &Βινίκιος Πετρωνίω, Χαίρειν.&

Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν: — Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών. — Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος. — Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια . . . .

Εάν εζήτουν από τον Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας. — Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα η Πομπωνία. Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον Άουλον πάσαν ελπίδα.

Τον σταυρόν τούτον τον αγαπώ, επειδή με τας χείρας της συνέδεσε τους κλάδους, αλλά και τον μισώ συγχρόνως, επειδή ο σταυρός αυτός μας χωρίζει». Ο Βινίκιος θεραπευθείς τελείως επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου και έζη κλεισμένος χωρίς να εξέρχεται διόλου, έγραψε δε την ανωτέρω επιστολήν προς τον Πετρώνιον. Δεν έβλεπε κανένα, ειμή από καιρού εις καιρόν τον ιατρόν Γλαύκον.

Ό,τι και αν ανακαλύψης να μου το αναγγείλης εις το Άντιον, όπου θα μεταβώ με τον Καίσαρα. — Καλά! Ητοιμάζοντο να αποχαιρετίσουν αλλήλους, όταν είς δούλος ανήγγειλεν ότι ο Χίλων Χιλωνίδης ανέμενεν εις τον προθάλαμον και εζήτει να εισαχθή πλησίον του οικοδεσπότου. Ο Βινίκιος διέταξε να τον εισαγάγωσιν αμέσως.

Διά να αρχίσουν τα θεάματα δεν ανεμένετο πλέον παρά μόνον ο Καίσαρ, Και ο Νέρων, μη θέλων να καταχρασθή της υπομονής του λαού και επιθυμών να κατακτήση την εύνοιάν του διά της προθυμίας του, εφάνη μετ' ολίγον συνοδευόμενος υπό της Ποππέας και των Αυγουστιανών, μεταξύ των οποίων, εντός του αυτού φορείου, ήσαν ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος.

Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα. των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ?? — Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος.

Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του. Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε: — Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο Καίσαρ. — Τι λέγεις! . . . — Άκουσε, Μάρκε!

Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις την οικίαν. — Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος. — Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος. — Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου.

Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην: — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ; — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.