United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν: — Ανάγκη να την ίδω. — Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι; — Όχι. — Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις την Τραντισβέρην; — Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω. — Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν δεν θέλη να σου προξενήση κακόν.

Ο Βινίκιος εξέσπασεν: — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι! — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε! — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!

Εάν ηδυνάμην να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της θρησκείας ταύτης; — Όχι . . . είπεν ο Βινίκιος.

Ο Χίλων έδειξε τέλος εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου κισσοφυούς. — Εκεί, αυθέντα. — Καλά, είπεν ο Βινίκιος.

Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν. Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου. Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του. — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή.

Ο Πετρώνιος, περίφημος ήδη διά τον εκτεθηλυμένον χαρακτήρα του και την αγάπην του προς τας απολαύσεις, είχε χρηματίσει άλλοτε διοικητής της Βιθυνίαςδιοικητής δραστήριος και δίκαιος. — Ανεμιμνήσκετο λοιπόν ευχαρίστως την εποχήν εκείνην. — Επήγα εις την Ηράκλειαν, όπως εγείρω οχυρώματα μετά του Κορβούλωνος, απήντησεν ο Βινίκιος, και ήρχισε ν' ομιλή περί του πολέμου.

Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός.

Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον. Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν. Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν. — Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας.

Εσκέφθη ότι ήτο υπό την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας. Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του.

Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν. Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.