Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Οι αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή. Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ; — Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε; — Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ.
Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του. — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων. Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου. — Μάλιστα. Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της.
— Κατεδαφίζομεν τας οικίας διά να μη φθάση η πυρκαϊά εις την Λιμενίαν οδόν, απεκρίθη είς εκ των εργατών. — Με εβοηθήσατε. Σας ευχαριστώ. — Οφείλει τις να βοηθή τον πλησίον του, απήντησαν φωναί. Τότε ο Βινίκιος, όστις από πρωίας έβλεπε μόνον όχλους αγρίους, ρήξεις και διαρπαγάς, παρετήρησε προσεκτικώς τα πρόσωπα, τα οποία τον περιεστοίχιζον και είπε: — Να σας ανταμείψη . . . ο Χριστός!
Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη. &«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·& »Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν τας επιστολάς σου . . . Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση.
Με εξήγαγον τελευταίον και την είδα ασθενή εις την στρωμνήν της. — Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω σήμερον. Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών.
Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη, αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως», εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος.
Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν. Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια εκείνα έλεγεν: — Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν! — Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων.
Κατ' ευθείαν ο Βινίκιος μετέβη εις την οικίαν όπου κατώκει η Μαριάμ. Ο Τριβούνος την εχαιρέτησε μετ' ευπροσηγορίας. Εν τη οικία, εκτός της Μαριάμ και του υιού της Ναζαρίου, εύρε τον Πέτρον, τον Γλαύκιον, τον Κρίσπον, καθώς και τον Παύλον τον Ταρσέα, προσφάτως επανελθόντα εκ Φριγγέλης. Εις την θέαν του Βινικίου, η έκπληξις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπα όλων
Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός. Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν. Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε: — Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;
Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον. — . . . Και είσαι πραιτωριανός; — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκεί — και ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν. — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν! — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς. — Σε ευχαριστώ, αδελφέ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν